Πρόσβαση στο φυσικό αέριο αποκτούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην Καστοριά και τα Γρεβενά, με την ανάπτυξη δικτύων διανομής από τη Δημόσια Επιχείρηση Δικτύων Διανομής Αερίου (ΔΕΔΑ), που θα ξεκινήσει το 2019.
Παράλληλα, θα εφαρμοστούν κίνητρα για την επιδότηση της μετατροπής των εσωτερικών εγκαταστάσεων θέρμανσης, τόσο στους οικιακούς, όσο και στους εμπορικούς καταναλωτές, πολιτική που προωθείται και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Τον προγραμματισμό για την τροφοδοσία των δύο πόλεων με φυσικό αέριο παρουσίασε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, ο οποίος συμμετείχε χθες στην έκτακτη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς, παρουσία του περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας, Θεόδωρου Καρυπίδη, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Συγκεκριμένα:
- Τα έργα κατασκευής του δικτύου διανομής θα ξεκινήσουν το 2019 και η πλήρης ανάπτυξη θα ολοκληρωθεί το 2029. Στην πρώτη φάση, έως το 2023, θα αναπτυχθούν δίκτυα διανομής φυσικού αερίου στον οικιστικό ιστό της Καστοριάς, στις περιοχές Άργος Ορεστικό και Μανιάκοι και θα ξεκινήσει η τροφοδοσία της πόλης των Γρεβενών με συμπιεσμένο φυσικό αέριο (CNG).
- Έως το 2023 θα κατασκευαστούν και θα τεθούν σε λειτουργία δίκτυα χαμηλής πίεσης συνολικού μήκους 138,6 χιλιομέτρων και μέσης πίεσης 15 χλμ. Αυτά τα μεγέθη αυτά αντιστοιχούν στην υλοποίηση 885 συνδέσεων οικιακών και εμπορικών τελικών καταναλωτών, ενώ σε χρονικό ορίζονται δεκαετίας στα δίκτυα διανομής θα συνδεθούν επιπρόσθετα περίπου 3.600 καταναλωτές.
Η πρώτη φάση της επένδυσης φθάνει στα 21,8 εκατ. ευρώ, που προέρχονται από το ΕΣΠΑ (12,6 εκατ. ευρώ), την ΕΤΕπ (7,5 εκατ. ευρώ) και ίδια κεφάλαια της ΔΕΔΑ (1,7 εκατ. ευρώ).
Ακόμη, ο κ. Σταθάκης υπογράμμισε ότι ο δρόμος για τον επανασχεδιασμό όλου του συστήματος διείσδυσης φυσικού αερίου στη Δυτική Μακεδονία άνοιξε μετά την επαναδιαπραγμάτευση με την κοινοπραξία του αγωγού ΤΑΡ, κατά την οποία επετεύχθη η προσθήκη σημείων εξόδου του αγωγού προς την Πτολεμαΐδα και την Καστοριά, καθώς και ο τριπλασιασμός των ανταποδοτικών τελών στις τοπικές κοινωνίες της βόρειας Ελλάδας ύψους 32 εκατ. ευρώ, έναντι 11 εκατ. ευρώ.