Στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), παραπέμφθηκε να κριθεί εάν είναι αντισυνταγματική ή όχι η ευμενής μεταχείριση των παιδιών των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, τα οποία αναγκαστικά προσλαμβάνονται σε ιδιωτικές εταιρείες.
Το ζήτημα παραπέμφθηκε στο ΑΕΔ, καθώς η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την ευνοϊκή αυτή μεταχείριση, ενώ ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 1643/2012 απόφασή του έχει κρίνει το αντίθετο.
Ας σημειωθεί πως όταν υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις επί του ιδίου νομικού ζητήματος μεταξύ των τριών μεγάλων δικαστηρίων της χώρας (Συμβουλίου Επικρατείας, Αρείου Πάγου και Ελεγκτικού Συνεδρίου) τότε το θέμα παραπέμπεται στο ΑΕΔ προς οριστική λύση.
Υπενθυμίζεται ότι, η νομοθεσία προβλέπει την αναγκαστική πρόσληψη ή τοποθέτηση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, όσο και των τέκνων τους. Η αναγκαστική τοποθέτηση των παιδιών των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις γίνεται σε ποσοστό ανάλογα με το συνολικό αριθμό των εργαζομένων της κάθε επιχείρησης. Επίσης, προβλέπεται η αναγκαστική τοποθέτηση των παιδιών των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης στο Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Την Ολομέλεια του ΣτΕ την απασχόλησε περίπτωση ιδιωτικής επιχείρησης στην οποία είχε τοποθετηθεί από τον ΟΑΕΔ αναγκαστικά υπάλληλος ως τέκνο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης. Η επίμαχη εταιρεία κατέφυγε στα δικαστήρια και τέθηκε προδικαστικό ερώτημα (νόμος 3900/2010) στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Οι δικαστές στην υπ’ αριθμ. 1470/2016 απόφασή τους, αναφέρουν:
Οι διατάξεις εκείνες του νόμου 2643/1998 που προβλέπουν την αναγκαστική πρόσληψη ή τοποθέτηση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, όσο και των τέκνων τους, οδηγούν στην εισαγωγή υπέρ των συγκεκριμένων προσώπων προνομίου, «το οποίο πλήττει τόσο την αρχή της ισότητας μεταξύ των ελλήνων πολιτών, όσο και την οικονομική ελευθερία, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος, υπό τις οποίες θα καθίστατο θεμιτή η ανωτέρω ευμενής μεταχείριση».
Και αυτό, συνεχίζει το ΣτΕ, γιατί «ως κριτήριο θεσπίζεται η απλή -χωρίς καμία ειδικότερη προϋπόθεση είτε ιδιαίτερης συμβολής, είτε συνεπεία της συμμετοχής στην Εθνική Αντίσταση, συνδρομής οποιασδήποτε μορφής αναπηρίας ή ανικανότητας του ενδιαφερομένου- ιδιότητα του αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, η οποία μάλιστα συνάπτεται με λίαν παρωχημένες καταστάσεις (απώτατο χρονικό σημείο λήξεως της εθνικής αντίστασης 28.5.1945), με βάση το χρόνο θέσπισης του ν. 2643/1998» και προσθέτει το ΣτΕ: «Η μη δικαιολογημένη ευμενής μεταχείριση, συντρέχει πολλώ μάλλον επί ατόμου που έχει μόνο την ιδιότητα του τέκνου αγωνιστή εθνικής αντίστασης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ούτε άμεση σύνδεση του ιδίου του δικαιούχου με την εθνική αντίσταση».
Κατόπιν αυτών το ΣτΕ επισημαίνει ότι «οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 2643/1998, καθ’ ο μέρος με αυτές ορίζεται ότι στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται “όσοι έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την έννοια του ν. 1285/1982 και τα τέκνα τους”, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος».