Σε καθοριστικό παράγοντα για τη δράση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ανάγεται η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος στο μέλλον. Αυτό προκύπτει από την ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την οποία καθορίζονται τα κριτήρια βάση των οποίων θα εξετάζει στο μέλλον κατά προτεραιότητα τις υποθέσεις. Τα κριτήρια διαμορφώθηκαν μετά από δημόσια διαβούλευση και αφού ελήφθησαν υπόψη και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν.

Στην απόφαση της επιτροπής σημειώνεται ότι ο αριθμός των καταγγελιών είναι πολύ μεγάλος και με διαφορετική βαρύτητα κάθε υπόθεση και κατά συνέπεια «η επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προσδίδει τον ίδιο βαθμό προτεραιότητας στις καταγγελίες που λαμβάνει, αλλά μπορεί να προτάσσει το δημόσιο συμφέρον ως κριτήριο εξέτασης μίας υπόθεσης κατά προτεραιότητα».

Ειδικότερα η αξιολόγηση της συνδρομής σε κάθε επί μέρους περίπτωση δημόσιου συμφέροντος, θα γίνεται υπό το πρίσμα της εμβέλειας των εκτιμώμενων επιπτώσεων μιας πρακτικής στη λειτουργία του αποτελεσματικού ανταγωνισμού, ιδίως όσον αφορά στους καταναλωτές. Τους στόχους της αυτούς θα υλοποιεί με αυτεπάγγελτες κατά προτεραιότητα έρευνες ή εξέταση, επίσης, κατά προτεραιότητα, συναφών καταγγελιών που αφορούν ιδίως:

– Σε ιδιαίτερα σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού (όπως καθορισμός τιμών, κατανομή αγορών και περιορισμός της παραγωγής ή των πωλήσεων) με πανελλήνια εμβέλεια, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις οριζόντιων συμπράξεων (καρτέλ), σε συνδυασμό με την ισχύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη δομή της σχετικής αγοράς,

– Σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών πρώτης ανάγκης ή καίριας σημασίας για τον Έλληνα καταναλωτή, όπου η αντιανταγωνιστική πρακτική δύναται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην άνοδο των τιμών ή/και στην ποιότητα των υπηρεσιών (ιδίως συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης),

– Σε περιπτώσεις αντιανταγωνιστικών πρακτικών με σωρευτικό – πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα (δηλαδή, πρακτικών που ακολουθούνται από περισσότερες επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να μετακυλύουν τις αυξημένες τιμές σε ενδιάμεσες επιχειρήσεις ή στους καταναλωτές).

2. Την υποβολή σχετικής αίτησης επιείκειας, σε περίπτωση που πληρούνται όλα τα κριτήρια του προγράμματος επιείκειας.

3. Τη λήψη εξαιρετικών μέτρων κανονιστικού χαρακτήρα σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Ν.3959/2011, εφόσον τα μέτρα αυτά είναι απολύτως αναγκαία, πρόσφορα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας για τη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

4. Τις γνωμοδοτικές της αρμοδιότητες, όπως αυτές αναλύονται στο άρθρο 23 του ν.3959/2011

Κατά τον καθορισμό της προτεραιότητας μεταξύ περισσοτέρων υποθέσεων κατ’ ανάγκη θα συνεκτιμώνται:

1. Η ανάγκη αποσαφήνισης καινοφανών ή καίριων νομικών ζητημάτων με σκοπό την ασφάλεια δικαίου, καθώς και τη διασφάλιση της συνεπούς και συνεκτικής ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού σε σχέση και με το Ενωσιακό δίκαιο, ακόμη και σε περιπτώσεις αντιανταγωνιστικών πρακτικών με τοπική εμβέλεια,

2. το ότι η Ε.Α. είναι το πλέον κατάλληλο όργανο αρχή να παρέμβει για την άρση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Σημειώνεται, ότι τα δικαστήρια, και ότι τα πολιτικά δικαστήρια αντίστοιχα είναι τα πλέον αρμόδια για την επίλυση ιδιωτικών διαφορών για τυχόν παραβάσεις των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού, αφού τα δικαιώματα των θιγόμενων μπορούν να διασφαλιστούν με την άσκηση αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων και αστικών αγωγών (συμπεριλαμβανομένων των αγωγών αποζημίωσης),

3. το αναμενόμενο αποτέλεσμα από την παρέμβαση της Ε.Α. ιδίως εάν διακρίνεται η προοπτική άμεσης βελτίωσης της λειτουργίας του ανταγωνισμού,

4. ο βαθμός πληρότητας των υποβαλλόμενων στοιχείων κάθε καταγγελίας και

5. οι διαθέσιμοι πόροι της Ε.Α. (ανθρώπινοι και οικονομικοί) σε σχέση με τις απαιτήσεις άλλων εκκρεμουσών τρεχουσών υποθέσεων ή ερευνών της Ε.Α. ούτως ώστε να επιτευχθεί η αποτελεσματικότερη δυνατή κατανομή τους για την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών, με συνεκτίμηση και της πιθανότητας απόδειξης της παράβασης (βλ. παρ. 1 του άρθρου 15 του ν.3959/2011)».