«Είσαι ένας νέος Ευρωπαίος που αποτυγχάνει να βρει μια δουλειά σε μία χώρα που υποφέρει από την χειρότερη οικονομική αναταραχή δεκαετιών», σχολιάζει το άρθρο της η εφημερίδα Guardian. «Μετά από μία σκληρή μέρα απορρίψεων και καμίας ανταπόκρισης πώς απενεργοποιείς (χαλαρώνει;);», συνεχίζει η βρετανική εφημερίδα. «Λοιπόν, στην Ελλάδα οι πιθανότητες είναι να καθίσεις κάτω να παρακολουθήσεις μία κωμική σειρά σχετική με άλλους νέους Έλληνες που αποτυγχάνουν να βρουν μία δουλειά».
Το άρθρο του Guardian κάνει αφιέρωμα στην κωμική σειρά «Η γενιά των 592 ευρώ», τονίζοντας βέβαια ότι η πραγματικότητα είναι κατά πολύ χειρότερη.
«Πώς ξέρεις ότι είσαι μέρος της γενιάς των 592 ευρώ;», διερωτάται το τρέιλερ. «Όταν πηγαίνεις στο γραφείο ανεργίας και ξέρεις όλο το προσωπικό με το μικρό τους όνομα», λέει ένας χαρακτήρας. Ένας άλλος, ένας δικηγόρος εκπαιδευμένος στην Αμερική, αναφέρει: «Όταν έχεις σπουδάσει στο Harvard και επιστρέφοντας στην Ελλάδα η δουλειά σου είναι να σερβίρεις τσάι σε ανθρώπους που σερβίρουν καφέ».
«Η σειρά τελείωσε χωρίς ένα happy end, αλλά με μία αβεβαιότητα», σχολιάζει το άρθρο. Το σύνολο των ηθοποιών άφησαν την Ελλάδα είτε για την Αγγλία είτε για την Κύπρο ή κάνοντας ένα ταξίδι στον κόσμο.
Τα ΜΜΕ συχνά ενισχύουν (φουσκώνουν) την πραγματικότητα, αλλά ο Φισφίς (σκηνοθέτης) έκανε το αντίθετο: μακιγιάρισε κάπως την πραγματικότητα να είσαι νέος σε μία χώρα όπου το 40% των ανθρώπων ανάμεσα στα 16 και 24 είναι εκτός εργασίας (το αντίστοιχο ποσοστό στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 20%).
«Επισκεπτόμενος τα Εξάρχεια, μία ευχάριστη αθηναϊκή περιοχή που είναι εκδοχή του Κάμντεν Τάουν του Λονδίνου, έγινε ξεκάθαρο ότι έχει δίκαιο (ο σκηνοθέτης)», σχολιάζει ο αρθρογράφος.
Στον επάνω όροφο ενός μπαρ, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία, βρέθηκα με τέσσερις νέους άντρες της μεσαίας τάξης, όλοι με πτυχία από κορυφαία πανεπιστήμια, όλοι με καλά αγγλικά και όλοι να παλεύουν να βγάλουν τις ζωές έξω από τη «μιζέρια».
Σε χειρότερη θέση όλων είναι ο Δημήτρης: ένας νέος 27 ετών, με μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων και με μία ενστικτώδη ευγένεια. Τελείωσε τις σπουδές του το 2009 – «ώρα μηδέν» για την ελληνική κρίση – και μετά από δύο χρόνια έχει μόλις ξεκινήσει την πρώτη κατάλληλη δουλειά. Τους τελευταίους τρεις μήνες δουλεύει, έξι ώρες την ημέρα, σε ένα τηλεφωνικό κέντρο προσπαθώντας να πείσει τους πελάτες να προμηθευτούν το προϊόν.
Ο ίδιος δηλώνει ότι η δουλειά έχει τρία κύρια προβλήματα: είναι μία απόσταση που παίρνει τρεις ώρες για να πάει και να επιστρέψει, η καθαρή αμοιβή είναι μόλις 30 ευρώ την ημέρα και έχει ένα μηνιαίο συμβόλαιο («κάθε μήνα έχω να υπογράψω ένα νέο συμβόλαιο και λέω ευχαριστώ θεέ μου που μου επιτρέπουν να δουλεύω σε αυτό μαγευτικό μέρος»). Υπάρχει ένα τέταρτο πρόβλημα: έχει, κατά κάποιον τρόπο, περισσότερα προσόντα από αυτά που απαιτεί η δουλειά του (over-qualified).
«Παλαιότερα, όταν ήμασταν προπτυχιακοί, συνηθίζαμε να αστειευόμαστε: Θα είναι εντάξει, μπορούμε να γίνουμε τραπεζικοί υπάλληλοι. Δεν είναι το ιδεατό, αλλά θα κερδίζουμε περίπου 20.000 ευρώ τον χρόνο». «Αλλά τι έγινε;», ρωτάει ο αρθρογράφος. Ο αδερφός του Δημήτρη, ο Ανδρέας, απαντάει: «Το 2009 όλες αυτές οι δουλειές εξαφανίστηκαν».
Έχοντας μόλις βρει μια δουλειά ως λογιστής στην PWC, ο Ανδρέας είναι ο πιο τυχερός από την παρέα και το ξέρει αυτό. «Υπήρχαν 2.800 υποψήφιοι για 28 θέσεις», λέει. Αλλά ακόμη και η τύχη του είναι περιορισμένη: μετά την φορολόγηση, ο μισθός του είναι 14.000 ευρώ τον χρόνο, που του επιτρέπουν 150 ευρώ το μήνα για να βγαίνει έξω. «Αυτό το ποσό μου επιτρέπει να πιώ δύο καφέδες με τους φίλους μου, δύο καφέδες με την φίλη μου και να αγοράσω τσιγάρα», λέει. Και, βέβαια, καμία τύχη να αποκτήσει το δικό του σπίτι. Στα τέλη των 20, ο Δημήτρης και ο Ανδρέας μοιράζονται ένα κοινό υπνοδωμάτιο στο σπίτι.
Έπειτα υπάρχει ο Μάριος, που είναι εκπαιδευόμενος οικονομολόγος αλλά σχεδιάζει να επιστρέψει στο πανεπιστήμιο για ένα μεταπτυχιακό στη Λογιστική. «Στα 27 μου δεν θέλω να σπουδάσω άλλο. Θέλω να ξεκινήσω τη ζωή μου», λέει. Ακόμη και αν αυτοί οι απόφοιτοι πιάνουν μία δουλειά, συχνά, δεν πληρώνονται. Ο Μάριος δούλευε για επτά μήνες σε ένα λογιστικό γραφείο και η εταιρεία δεν του έδωσε ούτε ένα ευρώ.
Η διαφωνία τελείωσε με τους εργοδότες να λένε στον Μάριο να πάει να δουλέψει οπουδήποτε. Του είπαν ότι κάποια άλλη εταιρεία ίσως σε πληρώσει.
Καθώς κάθονται πίνοντας τον καφέ τους και στρίβοντας τα τσιγάρα τους (είναι φτηνότερα από τα συμβατικά τσιγάρα), σημειώνουν όλα τα μέρη που έχουν σκεφτεί να πάνε. Ο Μάριος αναφέρει τις αποδοχές που του έχουν γίνει από τα πανεπιστήμια του Leicester, του Surrey και του Cardiff.
Ο Πάνος είναι εκτός στη Σουηδία. «Δεν είναι ευχάριστο όλη αυτή η μετανάστευση», λέει ο Ανδρέας. «Οι οικογένειες χωρίζονται». Μετά ο Δημήτρης, ο αδερφός του από το τηλεφωνικό κέντρο, τον αντικρούει: «Θα ήθελα να φύγω».
Ο Λόης Λαμπριανίδης δεν δείχνει έκπληκτος από την σκηνή. Είναι οικονομικός γεωγράφος στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας και λέει ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό αποφοίτων σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και σε μερικούς τομείς το ρεκόρ είναι ακόμη ισχυρότερο: υπολογίζοντας το μέγεθος του πληθυσμού, η Ελλάδα παράγει το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό γιατρών παγκοσμίως.
«Έχεις έναν υψηλό αριθμό αποφοίτων που παράγονται για έναν άχρηστο ιδιωτικό τομέα», υποστηρίζει. «Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών συμπεριφέρονται λες και είναι σε μία αναπτυσσόμενη χώρα και μπορούν να προσλάβουν σχετικά φτηνό εργατικό δυναμικό», συμπληρώνει.
Η Ελλάδα έχει καιρό που έστειλε το εργατικό της δυναμικό στο εξωτερικό – απλά ρώτα τον παραγωγό της ταινίας «Γάμος αλά ελληνικά». Αλλά εκεί που τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ήταν, κατά μεγάλο ποσοστό, ανεκπαίδευτοι χειρώνακτες εργάτες που πήγαιναν στο εξωτερικό, τώρα είναι οι απόφοιτοι. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα συνήθιζε να εξάγει τα (εργατικά) «χέρια της», τώρα σε μία τάση που έχει επιδεινωθεί από την κρίση, εξάγει τα μυαλά της.
Αυτό που ο Λαμπριανίδης αναλύει είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο – εσύ παίρνεις τα πτυχία, εμείς σου δίνουμε τις δουλειές – το οποίο έχει σπάσει. Μία ανταπόκριση των νέων Ελλήνων είναι να φύγουν, η άλλη είναι να διαδηλώνουν.
Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο στις καλοκαιρινές διαδηλώσεις, στην πλατεία Συντάγματος και σε άλλα μέρη της χώρας, ήταν το υψηλό ποσοστό νέων ανθρώπων: καλά εκπαιδευμένοι, άνεργοι και ριζοσπαστικοποιημένοι.
Στη Βρετανία, μερικούς από αυτούς, τους αναφέρουν ως «Uncut», στην Ισπανία ως «Indignados» και στην Ελλάδα ως «Αγανακτισμένους». Σε κάθε περίπτωση, είναι η ίδια τάξη – οι νέοι, με μία αίσθηση ότι τους έχουν εξαπατήσει στερώντας τους ένα αξιοπρεπές μέλλον – που συντάσσονται με εργαζόμενους του δημόσιου τομέα που αντιμετωπίζουν απολύσεις και περικοπές των μισθών τους και των συντάξεων τους, που συντάσσουν την πιο ενδιαφέρουσα πολιτική δύναμη.