Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας καλείται να αποφασίσει αν ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρος Ρακιτζής μετά τη λήξη της θητείας το 2009 πρέπει να κηρυχθεί «έκπτωτος».
Ωστόσο, το Γ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε, πριν στείλει την υπόθεση λόγω σπουδαιότητας στην Ολομέλεια, πως:«Δεν είναι κατ΄ αρχήν επιτρεπτή, μετά τη λήξη της θητείας του, η συνέχιση της αρμοδιότητάς του να ασκεί προσφυγές ιδίως ενώπιον του ΣτΕ, κατά τελεσίδικων αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων» συμπληρώνοντας ότι «Και είναι μεν ανεκτή η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης του οποίου έληξε η θητεία, μόνον, όμως εφόσον συντρέχουν συνθήκες όλως εξαιρετικές, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το υπουργικό συμβούλιο και πάντως, όχι πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις».
Η απόφαση αυτή, στην περίπτωση που υιοθετηθεί από την Ολομέλεια ,όπως εκτιμούν νομικοί κύκλοι , μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για την εγκυρότητα των αποφάσεων του κ. Ρακιτζή καθώς ανοίγει «παράθυρο» προσφυγών προκειμένου να καταστούν άκυρες.
Όπως εκτιμάται, από αρμόδιες πηγές, περισσότερες από 1.100 διοικητικές πράξεις οι οποίες φέρουν την υπογραφή του κ. Ρακιτζή κινδυνεύουν, σε περίπτωση που οι θιγόμενοι προσφύγουν στη δικαιοσύνη , να βρεθούν στον αέρα.
Όπως αναφέρουν οι δικαστές αντίθετη ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, «η οποία θα επέτρεπε τη χωρίς χρονικό περιορισμό συνέχιση της άσκησης προσφυγών από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του ανάγεται στον εσωτερικό έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν αφορά, την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες ή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους». Επιπλέον , οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι το Δημόσιο δεν επικαλέστηκε λόγους εξαιρετικών συνθηκών, οι οποίες «κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, μεταξύ της λήξης της θητείας του και της άσκησης των προσφυγών του» ενώπιον της Δικαιοσύνης καθώς η διαδικασία επιλογής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης «ουδόλως προσκρούει σε δυσχέρειες ανάλογες με εκείνες της επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα».
Στις επίμαχες αποφάσεις καταγράφονται μειοψηφίες . Η πρώτη μειοψηφία είναι του συμβούλου Επικρατείας Φ. Ντζίμα ο οποίος, υποστήριξε ότι εφόσον συντρέχει εύλογη αιτία αδυναμίας διορισμού νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το υπουργικό συμβούλιο, «ως εύλογο χρονικό διάστημα νοείται εκείνο που δεν υπερβαίνει το ήμισυ της θητείας του».
Η δεύτερη μειοψηφία είναι του Συμβούλου Επικρατείας Γ. Ποταμία ο οποίος υποστήριξε ότι μετά την λήξη της θητείας του ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί «να εκφράζει εγκύρως την βούλησή του διοικητικού οργάνου, αλλά ούτε να ασκήσει, κατά το νόμο, οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες του ίδιου του οργάνου και επομένως ούτε προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ κατά τελεσίδικών αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων».
Αφορμή για να στείλει το θέμα στην Ολομέλεια το Γ Τμήμα του ΣτΕ στάθηκαν σειρά αποφάσεων που αφορούσαν προσφυγές τόσο του κ. Ρακιντζή ο οποίος ζητούσε αυστηροποίηση τελεσίδικων πειθαρχικών αποφάσεων σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων αλλά και προσφυγές θιγόμενων που προβάλουν ως επιχείρημα τη λήξη της θητείας του επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και ζητούν να απορριφθούν οι ισχυρισμοί του.