Τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου είχαν σχεδόν ολοκληρώσει τη συζήτηση γύρω από το θέμα της διατήρησης ή μη των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν στη θέση Σκουριές Μεγάλης Παναγιάς Χαλκιδικής, στο πλαίσιο κατασκευής του έργου της εταιρείας «Ελληνικός Χρυσός», μία παράμετρος ήρθε να αλλάξει τα δεδομένα.
Υπάρχει απόφαση που εκκρεμεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η οποία συνδέεται άμεσα με τη συνέχιση της λειτουργίας της εν λόγω εταιρείας. Την παραπάνω πληροφορία έδωσαν οι εκπρόσωποι της «Ελληνικός Χρυσός» (μετά από σχετική ερώτηση της νομικής συμβούλου του ΚΑΣ), οι οποίοι παραβρέθηκαν στη συνεδρίαση, καθώς και η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κατερίνα Ιγγλέζη, που επίσης είχε ζητήσει παράσταση.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αναβολή της γνωμοδότησης του ΚΑΣ, η οποία σύμφωνα με τις εισηγήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αλλά και με την πρόταση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους, έτεινε προς την απόσπαση και μεταφορά των αρχαίων καταλοίπων, καθώς η μεταλλευτική δραστηριότητα της εταιρείας δεν άφηνε περιθώριο για άλλη επιλογή.
Στο ΚΑΣ εκτός από την κ. Ιγγλέζη, που τάχθηκε κατά της μεταφοράς των αρχαιοτήτων, αλλά και όλης της επένδυσης, καθώς, όπως είπε, «δεν συνάδει αυτή η περιοχή (πατρίδα του Αριστοτέλη) να καταστραφεί για μια προσωρινή εκμετάλλευση», παραβρέθηκαν επίσης εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και των κατοίκων της Μεγάλης Παναγιάς, που επίσης επιθυμούν την παραμονή των αρχαίων στην περιοχή.
Είχε προηγηθεί από τον Κώστα Παπαστάθη, αρχαιολόγο της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, μια πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική παρουσίαση των ευρημάτων (αρκετά ταπεινών, αλλά πολύ διδακτικών για τη μεταλλουργία της εποχής), που αποκαλύφθηκαν κατά την «υποδειγματική», όπως χαρακτηρίστηκε, σωστική ανασκαφή στη συγκεκριμένη θέση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις 462 ανασκαφικές τομές που πραγματοποιήθηκαν σε όλη την έκταση της περιοχής, δεν βρέθηκαν πουθενά αλλού αρχαία κατάλοιπα, πιθανότατα λόγω των πολλών μεταλλουργικών επεμβάσεων που έχουν γίνει τη σύγχρονη εποχή. Συγκεκριμένα, κατά την παρουσίαση έγινε προσπάθεια ανάκτησης μιας διαδικασίας παραγωγής από το κοίτασμα στο μέταλλο, ενώ ο αρχαιολογικός χώρος, με την έρευνα που έγινε, χωρίστηκε σε επτά ενότητες οι οποίες αντιστοιχούν σε ισάριθμες περιοχές δραστηριοτήτων.
Σε αυτές βρέθηκαν: Κατάλοιπα κτιρίου, όπου εκτός από κεραμίδες στέγης και ένα θραύσμα κεραμικής του 2ου αι. π. Χ., δεν εντοπίστηκε τίποτα άλλο στο εσωτερικό του. Όπως ειπώθηκε, είναι πιθανόν το κτίριο αυτό να σχετίζεται με χώρο διακίνησης και ελέγχου του παραγόμενου προϊόντος. Σε άλλη ενότητα βρέθηκαν ένα μικρό λιθόστρωτο, οι πέτρες του οποίου έχουν υποστεί φθορά από τριβή, καθώς και ένας παρακείμενος λάκκος, όπου πιθανότατα λάμβανε χώρα η διαδικασία επίπλευσης του κοιτάσματος (μια πολύ πρωτόγονη διαδικασία επίπλευσης, όπως ειπώθηκε, σίγουρα πάντως ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας).
Αλλού εντοπίστηκαν μεταλλευτικοί κλίβανοι, ένας από τους οποίους συνδέεται με σύστημα καναλιών σκαμμένων στο φυσικό χώμα, που ίσως σχετίζεται με τη διαχείριση νερού ή τη διοχέτευση αέρα, ένας λάκκος νερού (ενδεχομένως μια δεξαμενή νερού στεγασμένη, όπως υποδηλώνουν οι πασσαλότρυπες τριγύρω), λάκκοι και πασσαλότρυπες μιας πρώην «γειτονιάς» παραπηγμάτων, ίσως στεγασμένων, που χρησιμοποιούνταν από τους μεταλλουργούς της εποχής, καθώς κι ένας μεγάλος λάκκος γεμάτος με σκωρίες, οι οποίες και αναλύθηκαν. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσής τους, περίπου το 80% αποτελείται από οξείδιο του σιδήρου κι ένα 7% από χαλκό, ποσοστά που δείχνουν ότι οι αρχαίοι μεταλλωρύχοι είτε δεν τους ενδιέφερε είτε δεν είχαν την τεχνογνωσία αφαίρεσης του σιδήρου (έπαιρναν μόνο τον χαλκό), η δε τεχνολογία τους ήταν τέτοια που δεν τους επέτρεπε να απομυζούν πλήρως ό,τι τους έδινε η χαλκιδική γη. Ακροφύσια φυσερών, τα οποία διοχέτευαν οξυγόνο στον κλίβανο, κεραμική του 2ου αι. π. Χ., τμήματα από οινοχόες με ωραία σχέδια κεφαλών κι ένας θησαυρός 12 νομισμάτων, συνθέτουν τον «κατάλογο» των ευρημάτων. Η ανασκαφή συνοδεύτηκε από τρισδιάστατη αποτύπωση με laser scanning, που εκτός από την καταγραφή των ευρημάτων έδωσε και πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή.
Πριν την αναβολή του θέματος, είχαν προταθεί δυο μέρη για τη μεταφορά των αρχαιοτήτων: Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου όπου θα μπορούσε να αποτελούν αντικείμενα θεματικής έκθεσης και το ακίνητο που έχει παραχωρήσει η εταιρεία στην Αρχαιολογική Υπηρεσία στην περιοχή Χοντρό Δέντρο.