Συζήτηση με θέμα «Μανόλης Αναγνωστάκης: ο ποιητής και η πολιτεία του» θα πραγματοποιηθεί σήμερα το απόγευμα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης δέκα χρόνων από τον θάνατο του ποιητή. Με αφορμή τη συζήτηση, που αφορά το σύνολο της συγγραφικής του δραστηριότητας, το ΑΠΕ-ΜΠΕ ζήτησε από δύο στενούς του φίλους, οι οποίοι πορεύτηκαν επί δεκαετίες μαζί του, να μιλήσουν για τον συγγραφέα, τον άνθρωπο και τον πολίτη Αναγνωστάκη. Πρόκειται για τον Γιώργο Ζεβελάκη, ερευνητή της λογοτεχνίας, ο οποίος θα λάβει μέρος και στην αποψινή συζήτηση, και για τον Μίλτο Πολυβίου, αρχιτέκτονα και μέλος της οργανωτικής επιτροπής της έκθεσης «Μιλώ… Τεκμήρια και μαρτυρίες» για τον Αναγνωστάκη, που θα λειτουργεί στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου.
«Στην Ελλάδα, παρατηρούσε ο Αναγνωστάκης, υπάρχει μια τάση να μη συνεχίζονται τα πράγματα. Για τον ίδιο, αντίθετα, η συνέχεια είχε μεγάλη σημασία, τόσο στο έργο όσο και στη ζωή του», ξεκινάει την κουβέντα μας ο Γ. Ζεβελάκης, που υπήρξε εκτός από φίλος και στενός συνεργάτης του ποιητή: «Από τις “Εποχές” μέχρι και το “ΥΓ”, η συνέχεια επανέρχεται σταθερά στην ποιητική του σκέψη. Από τα χαμηλόφωνα λυρικά ποιήματα των πρώτων ποιητικών συλλογών μέχρι την ξηρή, χωρίς κανέναν λυρισμό γλώσσα του “Στόχου”, αλλά και μέχρι το “Περιθώριο” και το “ΥΓ”, που συνοψίζουν όλα τα προηγούμενα, η κίνηση είναι ίδια: ό,τι κι αν κάνει ο ποιητής, όπως κι αν δουλεύει, συνεχίζει πάντοτε το προηγούμενο βιβλίο του και προετοιμάζει το επόμενο. Η συνέχεια εμφανίζεται και στο ομότιτλο περιοδικό που εξέδωσαν οι αντιδικτατορικοί συγγραφείς μέσα στη χούντα, περιοδικό που φέρει με τον τίτλο του τη σφραγίδα του Αναγνωστάκη. Με “Συνέχεια” εννοούσε πως θέλουμε να συνεχίσουμε τις καλύτερες στιγμές της δημοκρατίας. Συνέχεια αποτελούσαν και τα ταξίδια του: από την Αυστρία, την Κύπρο και τη Μόσχα μέχρι το Λονδίνο, το Βελιγράδι, τη Σουηδία, την Ισπανία, την Κίνα και την Τυνησία. Ήταν ένας συγγραφέας που έβλεπε τη συνέχειά του μέσα από την περιπλάνησή του στον κόσμο κι όχι ένας έγκλειστος δημιουργός, όπως ο Παλαμάς, για παράδειγμα».
Και το ποιητικό του φρόνημα; Ποιο ακριβώς ήταν το ποιητικό και το καλλιτεχνικό φρόνημα του Αναγνωστάκη; «Το κλειδί για να το δούμε είναι ένα μονόστιχο ποίημα του “ΥΓ” (Γηράσκω αεί αναθεωρών), που μας δείχνει ότι το έργο του αναθεωρούνταν συνεχώς αφ’ εαυτού. Το κέντρο του κριτικού προβληματισμού του, εκείνο το οποίο ήλεγχε συνεχώς, ήταν ο δογματισμός. Κι όχι μόνον ο δογματισμός της Αριστεράς της εποχής του, αλλά ο γενικότερος δογματισμός της ελληνικής κοινωνίας: η αντίθεση άσπρου και μαύρου, που δεν επέτρεψε ποτέ στην Ελλάδα να προχωρήσει σε μιαν ευρεία σύνθεση». Ο συνομιλητής μας, όμως, θα αναφερθεί και σε μιαν άλλη σύνθεση: στη διφυή δημιουργικότητα του Αναγνωστάκη: «Σε ό,τι αφορά την προσωπική δημιουργία, έγραφε ποίηση, κριτικές και άρθρα, ενώ κάποια στιγμή πέρασε και στη σάτιρα του “Μανούσου Φάσση” με την οποία έθεσε στο κριτικό του στόχαστρο ολόκληρη την πνευματική ζωή. Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία των άλλων, η στάση του Αναγνωστάκη ήταν η εκδήλωση μιας μόνιμης αλληλεγγύης: αλληλεγγύη προς τους ξεχασμένους ποιητές της παράδοσης, αλλά και προς τους λησμονημένους πεζογράφους του 19ου και του 20ου αιώνα. Στην πρώτη περίπτωση, η αλληλεγγύη του εκφράστηκε με την ανθολογία “Η χαμηλή φωνή”, στη δεύτερη με την πεζογραφική σειρά των εκδόσεων Νεφέλη. Κι όλα αυτά, με μιαν ανεπανάληπτη ζωντάνια. Με την ίδια ζωντάνια που διαβαζόταν και η “Κριτική”, το περιοδικό που διηύθυνε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με την ίδια ζωντάνια που διαβάζονται σήμερα και τα ποιήματά του. Με την ίδια ζωντάνια μπορούν να ακουστούν ακόμα και τώρα οι ραδιοφωνικοί “Φιλολογικοί περίπατοι”. Με την ίδια, τέλος, ζωντάνια μπορεί να λειτουργήσει και το χιούμορ του: χιούμορ όχι επιθεωρησιακό, αλλά σατιρικό και σαρκαστικό. Ο ποιητής στρέφει εδώ, μέσω του ευτράπελου λόγου του, τα βέλη του εναντίον όλων των ισχυρών».
«Ένα από τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του ήταν η ευθύτητα και η τόλμη», καταθέτει τη δική του εμπειρία από τη φιλία του με τον Αναγνωστάκη ο Μίλτος Πολυβίου: «Κι αυτό φάνηκε πολύ πρώιμα, ήδη από την κομματική διαγραφή του. Δεν ήταν διόλου εύκολο να μιλήσει κανείς εκείνα τα χρόνια στο εσωτερικό της Αριστεράς, όπως το έκανε ο ίδιος, για “οπορτουνιστικές, τροτσκίζουσες και ηττοπαθείς αντιλήψεις”. Ακόμα και σήμερα, όποιος είναι συνηθισμένος να διαβάζει ποίηση και να ξεχωρίζει πράγματα πίσω από τις γραμμές της, βλέπει αμέσως το τολμηρό και το κριτικό του πνεύμα. Ίσως γι’ αυτό δίσταζε τόσο στη δεκαετία του 1940 να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο: ενδεχομένως γιατί είχε διαγνώσει από τον τότε τον κίνδυνο να μη θεωρηθούν οι απόψεις του αρκούντως επαναστατικές».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Αναγνωστάκη που επισημαίνει ο Μ. Πολυβίου είναι το αβίαστο και απροσποίητο ύφος του: «Δεν υπήρξε ποτέ φανταχτερός και “μουράτος”. Ήταν, αντιθέτως, σε όλες τις περιπτώσεις, αυτοσαρκαστικός και αυτοϋπονομευτικός. Δεν πίστεψε ποτέ, και το έγραψε και στον “Μανούσο Φάσση”, στον αγωνιστή ποιητή με τις δοξασμένες δάφνες, τις σημαίες και τα ταμπούρλα. Ήταν αψιμυθίωτος. Αν πρόκειται να αρχίσεις να ψάχνεις τις λέξεις (κάπως έτσι το διατυπώνει στο “ΥΓ”), τότε θα πρέπει να αρχίσεις το ψέμα. Ο ίδιος δεν ήθελε τις σπουδαίες λέξεις, ενδεχομένως δεν ήθελε καν τις λέξεις, κι έτσι έφτασε στη σιωπή. Η ποίηση, μου επαναλάμβανε συχνά, όσο μαύρη κι απογοητευμένη κι αν δείχνει, διατηρεί έναν πυρήνα αισιοδοξίας στο εσωτερικό της αφού δεν παύει να αποτελεί μιαν απόπειρα, μια χειρονομία επικοινωνίας. Ο ίδιος παραιτήθηκε από την προσπάθεια για επικοινωνία. Παρόλα αυτά συνέχισε να είναι στρατευμένος: ένας στρατευμένος χωρίς κανένα φανατισμό».
Στην αποψινή εκδήλωση του Megaron Plus θα μιλήσουν για την ποίηση του Αναγνωστάκη, ο καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευριπίδης Γαραντούδης, για τη λογοτεχνική κριτική του, ο ποιητής και κριτικός Νάσος Βαγενάς και για το υπόλοιπο συγγραφικό του έργο, ο Γ. Ζεβελάκης. Για τις συνεντεύξεις που είχε δώσει ο Αναγνωστάκης, θα μιλήσει ο σκηνοθέτης και πεζογράφος Λάκης Παπαστάθης. Εισαγωγή, παρουσίαση: Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.