Νέες επιβαρύνσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς χιλιάδων νοικοκυριών θα έχει η σημερινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προχωρήσει στη αύξηση του βασικού επιτοκίου κύριων αναχρηματοδοτικών πράξεων κατά 25 μονάδες βάσης, στο επίπεδο του 1,5%.
Πρόκειται για τη δεύτερη κατά σειρά αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ σε διάστημα τριών μηνών, με την προηγούμενη να έχει γίνει στα μέσα Απριλίου, επίσης κατά 25 μονάδες βάσης. ενώ η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ είχε διατηρηθεί σταθερή στο 1% από τον Ιούλιο του 2008.
Εκτιμήσεις κάνουν λόγο και για νέες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του έτους. Συνέπεια των αυξήσεων αυτών καθώς και των αυξήσεων του επιτοκίου euribor, είναι οι αυξήσεις των δόσεων δανείων των εμπορικών τραπεζών προς τα νοικοκυριά που έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο που συνδέεται με το επιτόκιο της ΕΚΤ.
Για παράδειγμα για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ με επιτόκιο ΕΚΤ συν 2% και διάρκεια 15 έτη μέχρι σήμερα είχε δόση 696 ευρώ και θα ανέλθει στα 710 ευρώ. Για το ίδιο ποσό δανείου με διάρκεια 20 έτη, η δόση από τα 561 θα φθάσει τα 575 ευρώ περίπου το μήνα.
Με 25 χρόνια διάρκεια, η δόση από τα 480 θα ανέλθει στα 495 ευρώ περίπου. Εάν ακολουθήσει, όπως εκτιμάται, μια ακόμη τουλάχιστον άνοδος κατά 0,25% ακόμη, θα αυξήσει τη δόση για την 15ετία, στα 721 ευρώ, για την 20ετία στα 586 ευρώ και για τα 25 έτη διάρκειας του δανείου στα 510 ευρώ περίπου.
Οι αυξήσεις επιτοκίων καθώς και οι επιβαρύνσεις που έχει ο οικογενειακός προϋπολογισμός λόγω της οικονομικής κρίσης εκτιμάται ότι θα αυξήσει τα δάνεια που δε εξυπηρετούνται.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος θα συνεχιστούν και το 2011 οι ανοδικές τάσεις των δανείων σε καθυστέρηση. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω του αντίξοου μακροοικονομικού περιβάλλοντος, συνοδεύτηκε από σημαντική άνοδο του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο δανείων, από 7,7% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2009 σε 10,4% τον Δεκέμβριο του 2010, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγω για συνέχιση της ανοδικής τάσης και το 2011.
Πιο συγκεκριμένα ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων στην στεγαστική πίστη αυξήθηκε από 7,4% το 2009 σε 10% το 2010. Στην καταναλωτική πίστη ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων παρουσίασε την μεγαλύτερη αύξηση και ανήλθε σε 20,5% το 2010 από 13,4% το 2009. Στην επιχειρηματική πίστη παρουσιάστηκε αύξηση από 6,7% σε 8,7%.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, σε συνδυασμό με την αυστηριοποιήση των κριτηρίων έγκρισης δανείων από πλευράς τραπεζών, έχει ως συνέπεια και την περαιτέρω μείωση της πιστωτικής επέκτασης τον Μάιο.
Ειδικότερα οι χορηγήσεις των τραπεζών σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά περιορίστηκαν ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα το συνολικό τους χρέος προς αυτές να διαμορφωθεί στο τέλος Μαΐου στα 253,2 δισ. ευρώ καταγράφοντας μείωση κατά 1,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010. Σημειώνεται ότι τον Απρίλιο ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης εμφάνισε μείωση κατά 0,5%.
Αναλυτικότερα, το χρέος των επιχειρήσεων προς τα πιστωτικά ιδρύματα διαμορφώθηκε στο τέλος Μαΐου σε 120,9 δισ. ευρώ καταγράφοντας οριακή αύξηση κατά 0,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Το χρέος των νοικοκυριών υποχώρησε στο πεντάμηνο στα 116,2 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση κατά 2,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Η καθαρή ροή χρηματοδότησης τον Μάιο ήταν αρνητική αγγίζοντας τα 433 εκατ. ευρώ.
Την μεγαλύτερη υποχώρηση εμφανίζουν τα καταναλωτικά δάνεια καθώς το συνολικό τους υπόλοιπο (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι πιστωτικές κάρτες) υποχώρησε το Μάιο στα 33,8 δισ. ευρώ εμφανίζοντας μείωση κατά 5,1% σε σχέση με πέρυσι, ενώ η μηνιαία καθαρή ροή ήταν αρνητική, ύψους 228 εκατ. ευρώ.
Στα στεγαστικά δάνεια η μείωση τους σε σχέση με πέρυσι ανήλθε σε 1,75% με το συνολικό τους υπόλοιπο να φθάνει τα 79,8 δισ. ευρώ. Τέλος τα δάνεια σε ελεύθερους επαγγελματίες διαμορφώθηκαν στο τέλος Μαΐου στα 16 δισ. ευρώ εμφανίζοντας μείωση κατά 3,2% σε σχέση με πέρυσι.