Στις 4 το απόγευμα στο Τσοτύλι Κοζάνης πέφτει η αυλαία στην τραγική ιστορία του ειδικού φρουρού Στάθη Λαζαρίδη. Η οικογένειά του, συγγενείς και φίλοι θα αποχαιρετήσουν τον άνθρωπο που πάλεψε για 8 ολόκληρα χρόνια μετά τον βαρύτατο τραυματισμό του στις 5 Νοεμβρίου του 2007, όταν δέχθηκε σφαίρα από καλάσνικοφ στον αυχένα, κατά τη διάρκεια επιχείρησης της αστυνομίας για τον εντοπισμό χασισοκαλλιεργειών στα Ζωνιανά. Τα λόγια του πατέρα του, Γιάννη Λαζαρίδη, ο οποίος μαζί με την σύζυγο του ήταν οι φύλακες-άγγελοι του παιδιού τους επί σχεδόν οχτώ χρόνια, ραγίζουν καρδιές. «Στις 10.05 τη νύχτα της Κυριακής ο Στάθης μου ξεψύχησε σαν το πουλάκι» είπε συντετριμμένος στην εφημερίδα «Πατρίς» ο τραγικός πατέρας, ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια βρισκόταν αγόγγυστα στο πλευρό του, όπως αναδημοσιεύει το cretalive.gr. Το 36χρονο παλικάρι δεν πρόλαβε να γνωρίσει την οχτάχρονη, σήμερα, κόρη του, η οποία είχε γεννηθεί 42 ημέρες πριν τον βαρύτατο τραυματισμό του. Με δάκρυα στα μάτια ο πατέρας του, αναφέρει: «Το παλικάρι μου δεν γνώρισε το μοναχοπαίδι του. Δεν το έζησε, δεν είδε να μεγαλώνει η κορούλα του, δεν άκουσε από τα χείλη της τη λέξη “μπαμπά” και αυτό είναι μεγάλος πόνος». Επί σχεδόν οχτώ χρόνια, ο κ. Γιάννης και η σύζυγός του Ευθυμία έκαναν εναλλάξ βάρδιες για να είναι κοντά στον μοναχογιό τους. Σήκωναν αγόγγυστα τον σταυρό του μαρτυρίου, όμως ποτέ δεν το έβαλαν κάτω. Εγκατέλειψαν το σπίτι και τις δουλειές τους στο Τσοτύλι Κοζάνης για να είναι κοντά του. Παρά τις απαισιόδοξες γνωματεύσεις των γιατρών σε Ελλάδα και εξωτερικό, δεν έχασαν την ελπίδα τους. Μέσα τους πάντα πίστευαν ότι ο Στάθης θα σηκωθεί και πάλι στα πόδια του. «Έβλεπα τα δάκρυα του να κυλούν από τα μάτια του. Είμαι σίγουρος ότι μας ένιωθε, αλλά ήταν εγκλωβισμένος» είπε. Όπως εξομολογείται τους δύο τελευταίους μήνες η ζωή του Στάθη ήταν μαρτυρική. «Ο αγώνας τελικά δεν δικαιώθηκε. Τώρα μπορώ να σας πω ότι ίσως ήταν μία ανακούφιση για εκείνον που έφυγε. Τους τελευταίους δύο μήνες είχε πάρει 300 κιλά χάπια. Καθημερινά του χορηγούσαν δύο με τρεις φιάλες αίμα. Κάθε μέρα πέθαινε και κάθε μέρα ανασταινόταν. Του φώναζα “Στάθη” και γυρνούσε το κεφάλι του και ήταν με το βλέμμα του σαν να μου έλεγε: «Κάνε κάτι πατέρα, βοήθησέ με!» Ο κ. Γιάννης δεν μπορεί να συγκρατήσει τον λυγμό του. «Δεν ξέρω πώς θα είναι το επόμενο διήμερο. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου αντικρίζοντας το φέρετρο, τυλιγμένο με την σημαία. Τον πήραν στο νεκροτομείο και κάθισα στο διπλανό κρεβάτι από το δικό του στο θάλαμο. Εκεί ήμουν όλες τις ώρες και του κουβέντιαζα. Και τώρα το κρεβάτι ήταν κενό. Μου λείπει το παιδί μου, μου λείπει το παλικάρι μου. Με ένιωθε, με καταλάβαινε, του μιλούσα για τα πάντα. Φανταστείτε ότι μία ημέρα εκεί που του μιλούσα έπαθα ανακοπή και με έβαλαν στην Εντατική. Ο Στάθης το κατάλαβε ότι σωριάστηκα κάτω. Την ίδια στιγμή υπέστη και εκείνος ανακοπή. Την ίδια στιγμή με μένα!»λέει.