Η στεγαστική κρίση γιγαντώνεται στην Ελλάδα όσο περνάνε τα χρόνια και επηρεάζει αρνητικά το δημογραφικό, καθώς πλήττει κυρίως τους νέους, μειώνοντας σημαντικά τις πιθανότητες απόκτησης παιδιών.
Ο Βύρων Κοτζαμάνης, Δ/της Ερευνών στο Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), έγραψε ότι σε κάθε χώρα η δημογραφία αποτελεί μία από τις παραμέτρους που, εκτός των άλλων, επιδρούν και στις συνθήκες στέγασης των νεότερων γενεών, ενώ αντίστροφα οι συνθήκες στέγασης μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνον τη δημιουργία οικογένειας από τις γενεές αυτές, αλλά και την ηλικία που θα αποκτήσουν παιδιά καθώς και τον αριθμό τους.
Στη χώρα μας ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, οι 25-45 ετών αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες στέγασης, και το θέμα αυτό έρχεται συχνά στην επικαιρότητα, αναδεικνύεται από τα ΜΜΕ και απασχολεί όλο και περισσότερο τους επιφορτισμένους με τη λήψη μέτρων πολιτικούς. Θα μπορούσε, φυσικά, να υποθέσει κάποιος ότι και οι δημογραφικές εξελίξεις, ως έναν βαθμό, ευθύνονται, για την πρόσφατη στεγαστική κρίση. Αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν είχαμε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μια ταχύτατη αύξηση των ατόμων ηλικίας 25-45 ετών, γεγονός που θα οδηγούσε και σε μια «έκρηξη» της ζήτησης στέγης. Στη χώρα μας, όμως, δεν συνέβη αυτό.
Αντιθέτως, εξαιτίας της πτώσης των γεννήσεων μετά το 1980 και της μαζικής φυγής νέων στο εξωτερικό μετά το 2010 είχαμε μια σημαντική μείωση των ανθρώπων ηλικίας από 25 έως 44 ετών, καθώς ο πληθυσμός της μεγάλης αυτής ηλικιακής ομάδας, βάσει των εκτιμήσεων της ΕΛΣΤΑΤ, μειώθηκε κατά 25% (κατά 850 χιλ.) ανάμεσα στο 2009 και το 2024. Από την άλλη μεριά, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι η πτώση της γαμηλιότητας, η αύξηση της μέσης ηλικίας στον γάμο/συμβίωση ως και των διαζυγίων λειτούργησαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυξάνοντας τις μονογονεϊκές οικογένειες και τα μονομελή νοικοκυριά, και, επομένως, και τη ζήτηση για κατοικία, αντισταθμίζοντας έτσι -εν μέρει- την οφειλόμενη στη συρρίκνωση του πλήθους των 25-44 ετών μείωση της ζήτησης αυτής.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι δυνατόν να θεωρήσουμε υπεύθυνες τις δημογραφικές εξελίξεις για την τρέχουσα στεγαστική κρίση.
Τα μέτρα της πολιτείας
Για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια κάποια θετικά μέτρα, ξεκινώντας από την επιδότηση του ενοικίου για τα έχοντα πολύ χαμηλό εισόδημα νοικοκυριά.
Αν το προνοιακό αυτό πρόγραμμα είχε θετικές επιπτώσεις σε μια πρώτη περίοδο σταθεροποίησης -ή ακόμη και πτώσης- των ενοικίων, αυτό δεν ισχύει τα τελευταία χρόνια, όπου καταγράφεται ταχύτατη αύξησή τους. Έτσι, πρόσφατα η κυβέρνηση θέσπισε και κάποια άλλα μέτρα.
Αυτά τα με θετικό πρόσημο προγράμματα, αν δεν υπάρξει ένα διευρυμένο πρόγραμμα προσφοράς κοινωνικής κατοικίας και δεν δημιουργηθεί ένας φορέας άσκησης στοχευμένων δημόσιων στεγαστικών παρεμβάσεων, δεν πρόκειται να λύσουν το στεγαστικό ζήτημα, που αναδεικνύεται πλέον σε μέγα πρόβλημα, κυρίως για τα νεότερα ζευγάρια. Ένα τέτοιο διευρυμένο πρόγραμμα θα έδιδε, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τη δυνατότητα – εκτός των άλλων-, και στις γενεές των νέων που διαβιούν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαθέτοντας χαμηλά ή ακόμη χαμηλά-μεσαία εισοδήματα, να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες, πληρώνοντας ένα προσιτό ενοίκιο που δεν θα απορροφά, όπως σήμερα, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των περιορισμένων εισοδημάτων τους.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα, αν εξαιρέσουμε την Ελλάδα, που είναι η μόνη που δεν διαθέτει κοινωνική κατοικία και 7 πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπου όλοι σχεδόν είναι ιδιοκτήτες (τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης σε αυτές με βάση την EUROSTAT κυμαίνονται από 85-95%), θα διαπιστώσουμε (στοιχεία από τις πρόσφατες εκθέσεις της Housing Europe) ότι από τις εναπομείνασες 20, σε 6 (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Γαλλία, Νορβηγία, Σουηδία) το ποσοστό των κοινωνικών κατοικιών υπερβαίνει το 14% του συνολικού αποθέματος των κατοικιών και το 30% των ενοικιαζόμενων, σε 3 (Φινλανδία, Ιρλανδία και Τσεχία) κυμαίνεται από 9-11% του συνόλου, εγγίζοντας το 20% των ενοικιαζόμενων κατοικιών, ενώ στις υπόλοιπες 9 χώρες είναι μικρότερο του 5% του συνολικού αποθέματος Τα μοντέλα χρηματοδότησης και διαχείρισης των προγραμμάτων αυτών, φυσικά, διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα.
Η άμεση ανάπτυξη ενός τέτοιου διευρυμένου προγράμματος, με στόχο την προσφορά κοινωνικής κατοικίας στη χώρα μας, είναι η βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στέγασης των νεότερων –και όχι μόνον- νοικοκυριών. Δυστυχώς, όμως, σε αντίθεση με την Ισπανία, που έχοντας σήμερα το ίδιο πρόβλημα και άκρως περιορισμένη κοινωνική κατοικία (λιγότερο από το 1,5% του συνόλου των κατοικιών) αναπτύσσει ένα τέτοιο φιλόδοξο πρόγραμμα, αξιοποιώντας εκτός από δημοσίους και κοινοτικούς (πρόγραμμα NEXT Generation EU) πόρους, στην Ελλάδα η κοινωνική κατοικία δεν φαίνεται να βρίσκεται ανάμεσα στις προτεραιότητες της κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των φορέων επιχειρηματικότητας και εργασίας, αλλά ούτε και σε αυτές της κοινωνίας των πολίτων.
Η αναγκαιότητα δε ενός τέτοιου προγράμματος, που, εκτός των άλλων, θα αμβλύνει και τις αρνητικές επιπτώσεις της στεγαστικής κρίσης στο «δημογραφικό», τονίζεται και στην πρόσφατη (Μάιος 2024) «Γνώμη Πρωτοβουλίας» της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, καθώς, ανάμεσα στα άλλα μέτρα, προτείνεται και «ένα ευρύτατο πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας σε όλη τη χώρα, που θα δίνει τη δυνατότητα στα νέα ζευγάρια να στεγασθούν, καταβάλλοντας ενοίκιο που δεν θα αποτελεί σημαντικό μέρος του μηνιαίου εισοδήματός τους».