Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών ο Λουκάς Σαμαράς, πρωτοπόρος καλλιτέχνης, ο «άνθρωπος που ήταν ο ίδιος του ο καμβάς», όπως τον είχαν χαρακτηρίσει οι «New York Times». Ο θάνατός του ανακοινώθηκε χτες (7/3) από την γκαλερί Pace, η οποία διοργάνωσε 30 εκθέσεις με τα έργα του.
Πληροφορούμενη τον θάνατο του καλλιτέχνη η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ο Λουκάς Σαμαράς, ο “άνθρωπος που ήταν ο ίδιος του ο καμβάς”, όπως προσφυώς τον χαρακτήρισαν οι “New York Times”, υπήρξε πρωτοπόρος εικαστικός, που κατέκτησε, με το πολύπλευρο και διαρκώς ανανεούμενο έργο του, παγκόσμια ακτινοβολία. Καλλιτέχνης ανήσυχος σε όλη του την πορεία, πειραματιζόταν διαρκώς με νέα εργαλεία και τεχνικές, ξεκινώντας από τη ζωγραφική και τη γλυπτική για να περάσει γρήγορα στη φωτογραφία, επί πολλά χρόνια στην αναλογική και εσχάτως και στην ψηφιακή της διάσταση, ανάγοντάς τη σε κατ’ εξοχήν εκφραστική του δίοδο. Το έργο του Σαμαρά μοιάζει αυτοβιογραφικό, καθώς επικεντρώνεται στο σώμα του, που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο των πειραματισμών του. Ο Σαμαράς φτάνει, όμως, πολύ πιο μακριά. Εκκινεί από τον εαυτό του, τον οποίο επανατοποθετεί, μετωνυμικά και απροσωποποιημένα, στη σιωπή και τη βουή της μεγαλούπολης, της οποίας αναδεικνύεται σε εικαστικό ανθρωπολόγο. Η δεξίωση και η οικείωση του έργου στην Ελλάδα υπήρξε σχετικά αργή, αλλά καθολική. Στους οικείους του απευθύνω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια».
Ο Λουκάς Σαμαράς γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1936 στην Καστοριά. Το 1948 και σε ηλικία 12 ετών μεταναστεύει με τη μητέρα του, Τρυγόνα Σαμαρά, στη Νέα Υόρκη για να βρουν τον πατέρα του, Δαμιανό, ο οποίος είχε μεταναστεύσει ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1939. Πολιτογραφήθηκε αμερικανός πολίτης το 1955.
Το 1951 ολοκληρώνει τη βασική εκπαίδευσή του στο Λύκειο Μεμόριαλ (Memorial High School). Μεταξύ των ετών 1954 και 1959 λαμβάνει υποτροφία και σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών και Επιστημών του Πανεπιστημίου του Ράτγκερς (Rutgers University), στην περιφέρεια της Νέας Βρουνσβίκης της πολιτείας του Νιου Τζέρσεϊ, όπου γνωρίζεται με τους καλλιτέχνες Άλαν Καπρόβ και Τζορτζ Σιγκάλ. Μετέχει σε εκθέσεις του πρώτου και ποζάρει ως μοντέλο στα έργα του δεύτερου. Επηρεάζεται από τον Κλάες Όλντενμπουργκ, έναν από τους δημιουργούς της ποπ αρτ που τον εντάσσει, μεταξύ άλλων, μαζί του καλλιτεχνικά στη Σχολή του Νιου Τζέρσεϊ.
Χάρη στην επιχορήγηση που πήρε από το ίδρυμα Γούντροου Ουίλσον το 1959, ο Λουκάς Σαμαράς συνέχισε τις σπουδές του στην ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Το 1961, παρακολουθεί μαθήματα στη σχολή δραματικής τέχνης της ηθοποιού Στέλλα Άντλερ. Έπειτα ξεκινά να εκθέτει τα έργα του συλλογικά σε διάφορες γκαλερί. Εκθέτει για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη τα έτη 1968, 1972 και 1977. Η μεταστροφή του από τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη χαρακτική στη φωτογραφία γίνεται εμφανής στη συνέχεια της καλλιτεχνικής πορείας του. Οι δημιουργίες του, συνήθως σε κλειστούς χώρους, περιέχουν στοιχεία από την καθημερινή του ζωή. Οι «αυτο-συνεντεύξεις» του όπως τις χαρακτηρίζει, αποτελούν μέρος της προσωπικής του «αυτοανάκρισης», σαν να θέλει να εκφράσει τα συναισθήματά του και να προβεί στη δική του μορφή εξιλέωσης.
Το 1972 αγοράζει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή Πόλαροϊντ. Το 1975 ανακαλύπτει τις ιδιότητες των βαφών των φιλμ πόλαροϊντ. Δουλεύει πάνω σε πολυμεσικές συνθέσεις εικόνων κολάζ και μετασχηματίζοντας τις σκιές και τις αποχρώσεις φωτογραφιών με εκτυπώσεις πόλαροϊντ, για να δημιουργήσει αυτό που ονομάζει «Φωτομεταμορφώσεις». Η χρήση του εαυτού του από τον ίδιο στα έργα του, ερμηνεύεται από τον ίδιο ως «ηδονοβλεψία». Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και του 1980, συνεχίζει να πειραματίζεται σε άλλα υλικά με σκοπό να «χρωματίσει» τα έργα του με τα χρώματα, το φυσικό φως, τη νεκρή φύση. Παρά την αρχική στάση του να μην επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα, αρκετά έργα του εμπνέονται από τα μητρικά ερεθίσματα και τις παιδικές αναμνήσεις, όπως οι βυζαντινές εικόνες και το «κακό μάτι».
Τα τελευταία χρόνια, ο Λουκάς Σαμαράς συνέχιζε να δημιουργεί τέχνη με χρήση σχεδιαστικών προγραμμάτων (computer art), συνδυάζοντας τον υπερφυσικό με τον πραγματικό κόσμο της φωτογραφίας. Μέρος αυτής της τεχνολογικής εξέλιξης του έργου του, είναι η παραγωγή μικρών ταινιών με εικόνες και μουσική υπόκρουση που ονομάζει «Φωτοταινίες (photoflicks)».