Οι ώρες που προηγήθηκαν της ανακοπής που οδήγησαν στην εγκεφαλοπάθεια της Τζωρτζίνας αλλά και οι δραματικές στιγμές όταν οι γιατροί κατάφεραν να την επαναφέρουν στη ζωή βρέθηκαν στο επίκεντρο της απολογίας της Ρούλας Πισπιρίγκου.
Η κατηγορούμενη αναφέρθηκε στις επώδυνες εξετάσεις που υποβλήθηκε το παιδί στο Καραμανδάνειο και στις επικοινωνίες της με τους γιατρούς που ανέβαλαν την έξοδο της από το νοσοκομείο, κάνοντας διάγνωση γαστρεντερίτιδας.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου περιέγραψε πως το παιδί ήταν κάτασπρο και είχε φτάσει «στα όρια της εξάντλησης», ενώ οι γιατροί ήταν καθησυχαστικοί.
«Προσωπικά εμένα και στην ενημέρωση που είχε και ο πατέρας της Τζωρτζίνας ποτέ δεν μας είπαν για στρες, ότι το παιδί έχει στρες. Το άκουσα για πρώτη φορά εδώ . Δεν μας το είχαν πει ούτε ως ιδέα» είπε φανερά φορτισμένη, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στο σοκ που έπαθε, όταν της είπαν για ενδεχόμενο πρόβλημα με τους λεμφαδένες της Τζωρτζίνας. «Μου κόπηκαν τα πόδια. Το ίδιο είχε και η Μαλένα… Τους είπα “θα πεθάνω αν μου πείτε ότι έχει καρκίνο ή λευχαιμία”. Μου είπαν ότι έχει γαστρεντερίτιδα…».
Η κατηγορούμενη είπε πως στη συνέχεια οι γιατροί διέγνωσαν πως το παιδί είχε βρογχοπνευμονία.
«Τελικά τι είχε γαστρεντερίτιδα ή βρογχοπνευμονία; Οι ερωτήσεις δεν απαντήθηκαν… πήγαιναν από τη μια διάγνωση στην άλλη. Σε σημείο που με εκνεύρισαν τόσο που ήθελα να πάρω το παιδί να το πάω στο Ρίο…» είπε.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου κλαίγοντας περιέγραψε πώς η Τζωρτζίνα υπέστη στο Καραμανδάνειο την ανακοπή, αλλά και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, που «ξέσπασαν σε χειροκροτήματα» όταν επανέφεραν στη ζωή το παιδί.
«Εκείνη την ώρα πέθανα, ήθελα να με πάρει ο Θεός. Είχα δει στη Μαλένα την κάρπα και ήξερα…Μου κόπηκαν τα πόδια, δεν μπορούσα να σταθώ όρθια. Έκατσα στο σκαλοπάτι. Με έβγαλαν έξω. Βγαίνει μια νοσοκόμα και μου δίνει τα κομποσκοίνια της Τζωρτζίνας, που τα φοράω ακόμα και σήμερα. Έχει έρθει ο Μάνος και κάθεται δίπλα μου. Μια γιατρός ανέβηκε τρέχοντας απ’ τα επείγοντα και ανοίγει η πόρτα και βλέπω το παιδί σε μια σανίδα πάνω και τη γιατρό να καβαλάει το παιδί και πήρε μια ένεση και την έκανε στην καρδιά. Μου είπε αργότερα ότι έκανε ανδρεναλίνη. Ανοιγόκλειναν οι πόρτες. Ακούγαμε “φωνάξτε το γιατρό!” και βλέπω τον κ. Χασαπόπουλο να μπαίνει. Εγώ να πηγαίνω πέρα δώθε και να προσεύχομαι, ο Μάνος έπιανε το κεφάλι του και έλεγε: “είσαι δυνατή, θα τα καταφέρεις”.
Και ακούμε από μέσα χειροκροτήματα, “μπράβο κορίτσι μου”. Βγαίνει έξω η Δημητρόπουλου και μου λέει επανήλθε, ζει. Πέφτω στην αγκαλιά της και πήγα να της φιλήσω το χέρι και μου είπε “μην το κάνετε αυτό”. Γενικά δεν μιλάω πολύ, είμαι σαν χαμένη. Σοκ, πανικός δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω. Μας είπαν πως θα πάει στην εντατική στο Ρίο. Κανείς δεν μας είπε ότι θα έχει κάποιο πρόβλημα, ότι δεν θα περπατήσει. Βγαίνει ο Χασαπόπουλος και ήταν κλαμένος. Μας είπε: “έπαθε ανακοπή”, επανήλθε και την πάμε εντατική. Στο προαύλιο ήταν όλη η οικογένεια. Κατέβηκε κάτω και ευχαριστούσε το Θεό. Τους είπε ότι έπαθε ανακοπή, αλλά επανήλθε. Δεν ήταν μαζί μας και ήλθε πάλι» ανέφερε.
Η μικρή, διασωληνωμένη, μεταφέρθηκε στο Πανεπιστημιακό του Ρίο, όπου την υποδέχτηκε ο διευθυντής της ΜΕΘ Ανδρέας Ηλιάδης.
«Τα δύο χρόνια από το θάνατο της Μαλένας με βρίσκουν στο νοσοκομείο. Φανταστείτε τι ψυχολογική πίεση ήταν να πας στο νεκροταφείο, μετά στην εντατική, και να έχεις χάσει ακόμη ένα μωρό και μου έλεγε ο Μάνος “μιλά στη Μαλένα, να μην μας πάρει τη Τζωρτζίνα”, σημείωσε
Φορτισμένη η κατηγορούμενη αναφέρθηκε στην εικόνα του παιδιού της στην εντατική, λέγοντας: «Κάποια στιγμή είδαμε το παιδί από την πόρτα: ένα παιδί από το κεφαλάκι της μέχρι τα πόδια όλο καλώδια, μηχανήματα, αίματα, όροι, διασωληνωμένη. Δεν μπορούσες να αντέξεις ότι το παιδί σου 8 χρονών δεν είχε τίποτα. Ήταν μια “ζει”, μια “θα πεθάνει” και μαζί της ήμασταν κι εμείς: θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε…».
Η κατηγορούμενη αναφέρθηκε σε διαλόγους που είχε με τον κ. Ηλιάδη και ένα γενετιστή στο γραφείο του, οι οποίοι είδαν το φως της δημοσιότητας. Η 34χρονη «έδειξε» ως υπεύθυνο για τη διαρροή τον γιατρό, εκτιμώντας ότι ηχογραφούσε τη συζήτηση. «Είναι σίγουρο ότι τα έχει δώσει ο γιατρός. Σε αυτό το γιατρό ήταν η ζωή του παιδιού μου, στα χέρια του. Εγώ τον είχα Θεό μέχρι την τελευταία στιγμή» είπε κλαίγοντας.
Ήταν η στιγμή που ο Μάνος Δασκαλάκης βγήκε από τη δικαστική αίθουσα.
Η κατηγορούμενη μίλησε για τις αναφορές του γιατρού Ηλιάδη στις δωρεές οργάνων αλλά και το σύνδρομο Μινχάουζεν, που εκείνος έβαλε στο «κάδρο» της υπόθεσης, ενώ δήλωσε ενοχλημένη από το γεγονός ότι δεν πήγε στην κηδεία του παιδιού. Η Ρούλα Πισπιρίγκου εξήγησε πως αυτό που την ενδιέφερε ήταν η επόμενη μέρα της κόρης της και για το λόγο αυτό, είπε, έδειξε ενδιαφέρον για ένα παιδί που είχε πάθει ανακοπή.
«Μας είπαν ότι ήταν τετραπληγική, δεν θα μπορούσε να μιλήσει, να καταπιεί, ακόμα καλά καλά δεν ήξερε αν βλέπει. Με ενδιέφερε η αποκατάσταση της Τζωρτζίνας. Από τη στιγμή που έγινε ότι έγινε με ενδιέφερε το μέλλον. Όχι να κοιτάξω πίσω, αν θα πάθει μια επιπλοκή, να δωρίσω τα όργανα της. Με ενδιέφερε αν θα ξαναπερπατήσει, αν θα πιάσει ξανά το μικρόφωνο να τραγουδήσει…Αυτό ήταν το νόημα της ζωής για εμένα. Ήθελα να δω μπροστά την ελπίδα…» είπε.