Mε τη γιορτή των Φώτων ολοκληρώνονται οι γιορτές του Δωδεκαήμερου, ενώ η λαϊκή έκφραση «κάθε Φώτα και Λαμπρή» μαρτυρά την σπουδαιότητα της γιορτής, καθώς ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός και η γιορτή που φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός των παπάδων.
Γι’ αυτό και το έθιμο του λαού λέει: «Στις πέντε του Γενάρη φεύγουν οι καλικαντζάροι». Η γιορτή των Φώτων λέγεται και πρωτάγιαστη, λόγω του αγιασμού των υδάτων, ενώ σε πολλά χωριά της Μαγνησίας, όπου υπάρχουν ποτάμια, οι κάτοικοι παίρνουν τα εικονίσματα από την εκκλησία και τα μεταφέρουν στο ποτάμι. Εκεί, μέσα στα παγωμένα νερά των ποταμών, ρίχνουν τον σταυρό και με αυτόν ραντίζουν τα εικονίσματα, τα οποία στη συνέχεια επιστρέφουν στην εκκλησία ενώ συνηθίζουν να ραντίζουν με το ευλογημένο νερό και τα χωράφια για να έχουν καλή σοδειά.
Πιστοί στην παράδοση οι κάτοικοι πολλών περιοχών, γράφουν με ιδιαίτερη προσήλωση την συνέχεια μιας μακράς ιστορικής διαδρομής, που θεμελιώθηκε πάνω σε αρχές και αξίες που αντέχουν στο χρόνο. Τα «Ρογκοτσάρια», το κάψιμο του Ιούδα και τα παραδοσιακά κάλαντα την παραμονή των Φώτων, που καταγράφονται ενδεικτικά στο σημείο αυτό, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης που ανθεί στο Δήμο Φερών. Το μόνο έθιμο που έχει μείνει αλώβητο στη σύγχρονη εποχή είναι αυτό της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, που γίνεται σε κάθε γωνιά της Μαγνησίας, με ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. Στο Βόλο, στο λιμάνι της πόλης, στα παραθαλάσσια χωριά του Πηλίου στη θάλασσα και στα ορεινά χωριά, είτε σε πηγές, είτε σε ρέματα και στέρνες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Σκιάθο, τα παλικάρια που βουτούν στην θάλασσα για να ανασύρουν τον τίμιο σταυρό, περιδιαβαίνουν τα σπίτια του νησιού συγκεντρώνοντας φιλέματα, ενώ ιδιαίτερος είναι και ο εθιμικός κύκλος της Μικράς Ασίας, που καταγράφεται στο βιβλίο της Αργυρώς Μάμαλη Κοπάνου με τίτλο «Αντέτια Δωδεκαημέρου», το οποίο είναι έκδοση της Πολιτιστικής Εστίας Μικρασιατών «Ιωνες». Στην Μικρά Ασία, λοιπόν, τα Φώτα ονομάζονταν «Λόφωτα-Ολόφωτα» και είχαν πάντα ως επίκεντρο τον αγιασμό των υδάτων τόσο στις παραλιακές περιοχές, όσο και στα ενδότερα, όπου έριχναν τον σταυρό στις πηγές και τα πηγάδια, στις λίμνες αλλά και τις βρύσες, τηρώντας με ιδιαίτερη προσήλωση ήθη κι έθιμα αιώνων. Σε πολλά χωριά της Καππαδοκίας άναβαν μεγάλες φωτιές το βράδυ της παραμονής των Φώτων, που τις ονόμαζαν «Σιφώτη» ή «Κελεμέν» ενώ στον Πόντο, με μαστραπάδες, με «κουκουμόπα», με ποτήρια κι άλλα σκεύη πήγαιναν οι χριστιανοί στην εκκλησία για να προμηθευτούν αγιασμό, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο σε κάθε ώρα ανάγκης.
Τα Καλαντίσματα των Φώτων
Τα Καλαντίσματα των Φώτων ήταν τα τελευταία του 12ημέρου, που κατά κανόνα τα έλεγαν τα πρωινά τα μικρά αγόρια. Το έθιμο αυτό έχει περάσει και στις μέρες μας, με τη διαφορά όμως ότι στις παρέες που συγκεντρώνονται έχουν προστεθεί και τα κορίτσια. Όμως ακόμη και αυτά τα Κάλαντα, έχουν αρχίσει και ατονούν, αφού όλο και λιγότερες παρέες πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν ευχές στους νοικοκύρηδες.
Τα μεγάλα αγόρια της κάθε περιοχής συνήθιζαν να λένε τα νυχτοκάλαντα. Για τα νυχτοκάλαντα, κάθε χρόνο γινόταν από την κάθε ενορία διαγωνισμός προκειμένου να αναδειχθεί η ομάδα που θα έπαιρνε το κουτί της Εκκλησίας και μετά από ολονύχτιο γύρισμα στα σπίτια, θα το έφερνε γεμάτο. Τα νυχτοκάλαντα λοιπόν, δεν είχαν χαρακτήρα ιδίου οφέλους, ενώ για την κάθε περίπτωση νοικοκύρη υπήρχε και το ανάλογο καλάντισμα που υμνούσε τις αρετές του κάθε μέλους της οικογένειας. Τα λεγόμενα ωστόσο ευχετήρια γίνονταν ξετραγουδίσματα με τα οποία περνούσαν γενεές δεκατέσσερις όσους δεν ανταποκρίνονταν. Τα νυχτοκάλαντα πέρασαν στις μέρες μας μόνο σε τρία χωριά του Πηλίου και συγκεκριμένα στη Δράκεια και την Αγριά, όπου υπάρχουν τα λεγόμενα λόγια κάλαντα και στη Γατζέα, τα λαϊκά κάλαντα, χρωματίζοντας με παραδοσιακό ηχόχρωμα την σημερινή γιορτή.
πηγή: Ταχυδρόμος