Έχουμε συνηθίσει να καταγράφουμε την σημαντικότερη στιγμή του έθνους μας, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αμιγώς από την ελληνική σκοπιά. Αναφερόμαστε στη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου. Ώρα 02:50, ο Ιταλός πρεσβευτής Εμανουέλε Γκράτσι μεταβαίνει στο σπίτι του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά.
Ζητάει να τον ξυπνήσουν και του επιδίδει το ξεκάθαρο τελεσίγραφο: Έχει περιθώριο έως τις 6:00 το πρωί να συναινέσει στην «ειρηνική» κατάληψη μιας σειρά στρατηγικών σημείων της επικράτειας από τις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις. Εάν αρνηθεί, ο στρατός της γείτονος θα προχωρήσει σε επίθεση.
«Πολύ καλά λοιπόν. Έχομεν πόλεμον»
Ο 69χρονος πρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των στιγμών. Δεν χρειάζεται να περιμένει τη λήξη της προθεσμίας που του τίθεται. Έχει ήδη την απάντηση. Βουρκώνει και απαντά στα γαλλικά, τη γλώσσα των διπλωματών: «Alors. C’est la guerre» («Πολύ καλά λοιπόν. Έχομεν πόλεμον»). Τη συγκεκριμένη φράση την αποδώσαμε αργότερα με μια και μόνο λέξη που συμπύκνωνε όλο το νόημά της· «ΟΧΙ»! Ο Μεταξάς εκφράζοντας εκείνη την ώρα πλήρως τον ελληνικό λαό, σηκώθηκε και ξεπροβόδησε τον νυχτερινό επισκέπτη, παρατηρώντας μελαγχολικά: «Vous etes les plus forts» («Είστε ισχυρότεροι»). Ο πρέσβης δεν απάντησε. Υποκλίθηκε µε σεβασμό και αποχώρησε.
Τα απομνημονεύματα του Γκράτσι από εκείνες τις ημέρες
Πώς βίωσε όμως τη συγκεκριμένη επίσκεψη ο ίδιος ο Εμανουέλε Γκράτσι; Τι σκεπτόταν όταν έμπαινε στην οικία του δικτάτορα πρωθυπουργού στην Κηφισιά; Η Ρώμη τον αντιμετώπιζε με καχυποψία καθώς οι θέσεις του θεωρούνταν ενίοτε φιλελληνικές. Συχνά επίσης το καθεστώς Μουσολίνι τον άφηνε ανενημέρωτο για μια σειρά από σημαντικά ζητήματα, με αποτέλεσμα να λαμβάνει μόνος του πρωτοβουλίες. Τα απομνημονεύματά του με τα όσα έζησε στην Ελλάδα εκτυπώθηκαν για πρώτη φορά στην ιταλική πρωτεύουσα τον Νοέμβριο του 1945, ένα μήνα δηλαδή μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από της ρωμαϊκές εκδόσεις Il Faro. Μέρος τους δημοσιεύτηκε εκείνη την περίοδο και στα ελληνικά, στις εφημερίδες «Το Βήμα» και τα «Νέα» για να ακολουθήσει η πρώτη ολοκληρωμένη έκδοσή τους το 1980 από τον εκδοτικό οίκο της Εστίας με τίτλο «Η αρχή του τέλους – Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος».
Τα λεπτά φαινόντουσαν ώρες
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γκράτσι για εκείνη την ιστορική νύχτα: «Είχα καλέσει για τη 1 μετά τα μεσάνυχτα τον διερμηνέα της Πρεσβείας comm. De Santo, που θα με συνόδευε στο σπίτι του Μεταξά και θα συνεννοούνταν με τον φρουρό (σ.σ. που βρισκόταν στην είσοδο της πρωθυπουργικής οικίας). Αναμένοντας να φτάσει η καθορισμένη στιγμή της αναχώρησής μας από την πρεσβεία για την Κηφισιά, τα λεπτά στο διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 3 το πρωί περνούσαν αργά σαν ώρες. Ώρες που αναμφίβολα υπήρξαν οι πιο οδυνηρές της ζωής μου.
Φοβόταν μήπως δεν το αντέξει ο Μεταξάς και πεθάνει
Στη σκέψη ότι το καθήκον μου, μου επέβαλε να γίνω αναγκαίος και απρόθυμος συνένοχος μιας τέτοιας ατιμίας, αφού είχα προσπαθήσει μάταια να κάνω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να την αποτρέψω, ερχόταν να προστεθεί και ένας σοβαρός φόβος. Ο Μεταξάς ήταν σχεδόν 70 ετών, ήταν καταβεβλημένος από υπερβολική εργασία και ευθύνες, ήταν παχύς και είχε ήδη ειπωθεί, το καλοκαίρι, ότι είχε υποστεί ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Να ξυπνήσω στην καρδιά της νύχτας έναν άνθρωπο σ’ αυτήν την κατάσταση υγείας για να του εγχειρήσω ένα έγγραφο που σήμαινε συγχρόνως την αποτυχία της όλης του πολιτικής και τον πόλεμο μεταξύ της μικρής του χώρας και μιας μεγάλης δύναμης (ο Στρατιωτικός Ακόλουθος έτρεφε ακόμα κάποια ελπίδα ότι ο φόβος της Ιταλίας θα έκανε την Ελλάδα να υποχωρήσει, όχι όμως εγώ) θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες. Οι οδηγίες του Υπουργείου δεν προέβλεπαν την περίπτωση να βρεθώ στις 3 το πρωί στο σπίτι του Μεταξά, με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας να ψυχορραγεί μέσα στα χέρια μου. Και ομολογώ ούτε και εγώ δεν κατόρθωνα να σκεφτώ τι θα έπρεπε να κάνω αν συνέβαινε μια τέτοια τραγωδία. Ευτυχώς η μοίρα δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτα τέτοιο.
Πώς ξύπνησε τον πρωθυπουργό
Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φτάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm. De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να χτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μέσα στη βαθιά σιωπή της νύχτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του σε μια μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντάς με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντάς με, έξω από την καγκελόπορτα.
Μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν
Ο Μεταξάς είχε φορέσει μια σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικρής, μικροαστικής εξοχικής βίλας. […] Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνησή μου, μου είχε αναθέσει να του κάνω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Alors, c’est la querre». Του απάντησα ότι η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί.
Η μάταιη διαπραγμάτευση
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως θα μπορούσα να σκεφτώ ότι, ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμιά πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπάζοντας την τελευταία ελπίδα, όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον Βασιλιά. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχτεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην παρεμποδιστεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Μεταξάς: Το μόνο που θέλαμε ήταν να παραμείνουμε ουδέτεροι
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απάντησε: «Vous voyez bien que c’ est impossibile. Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαραίνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι ήμασταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οποιουδήποτε».
Του απάντησα, ενώ σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, και ότι θα γνωστοποιούσε στην Πρεσβεία πριν από τις 6 π.μ., ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα. Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε: «Vous êtes les plus forts…» χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε.
«Ήταν η στιγμή που αισθάνθηκα απέχθεια για το επάγγελμά μου»
Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποία μίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματός μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε αυτός ο ηλικιωμένος άντρας, εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους Βασιλείς του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατίμωσης. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του.
Μου είπαν ότι λίγους μήνες αργότερα, όταν πήγε μια Ελληνίδα να υποβάλει τα συλλυπητήριά της στη χήρα του (σ.σ. ο Ιωάννης Μεταξάς πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1941), θέλησε να καθίσει στην πολυθρόνα εκείνη όπου είχα καθίσει τη μοιραία εκείνη νύχτα. Η κυρία Μεταξά συγκράτησε την επισκέπτρια λέγοντάς της: «Μη, μην καθίσετε στην πολυθρόνα εκείνη. Είναι η πολυθρόνα όπου κάθισε ο Γκράτσι τη νύχτα της κήρυξης του πολέμου».
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων