Περαιτέρω μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση του καθορισμού των μισθών με διαπραγματεύσεις σε επίπεδο επιχείρησης μπορεί να είναι επωφελείς για τις χώρες της ευρωζώνης, αναφέρει μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που περιλαμβάνεται στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, σημειώνεται στη μελέτη, ορισμένες χώρες της ευρωζώνης θέσπισαν μεταρρυθμίσεις που έδωσαν στις εταιρείες περισσότερες επιλογές να κινηθούν προς μία διαπραγμάτευση των μισθών σε επίπεδο επιχείρησης, αντί με συλλογικές συμβάσεις σε πιο κεντρικό επίπεδο (εθνικό, περιφερειακό ή κλαδικό).
Τα αποτελέσματα της έρευνας, αναφέρεται στη μελέτη, έδειξαν ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις έκαναν ευκολότερη την προσαρμογή των μισθών για τις εταιρείες. «Συνεπώς», σημειώνεται, «περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση αυτή πιθανόν να είναι ωφέλιμη για τις χώρες της ευρωζώνης και θα μπορούσαν να έχουν την προοπτική να περιορίσουν τις απώλειες θέσεων εργασίας σε μελλοντικές υφέσεις»,
«Συνολικά, τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι οι θεσμοί για τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις έχουν συμβάλει σε ακαμψίες των μισθών στην Ευρώπη και πιθανόν να διογκώνουν τις απώλειες απασχόλησης κατά τη διάρκεια υφέσεων», αναφέρεται στη μελέτη, στο πλαίσιο της οποίας εξετάσθηκαν οι οικονομικές συνθήκες και οι συλλογικές συμβάσεις μισθών σε 25 χώρες της ΕΕ κατά την περίοδο 2010-2013. Το 44% των εταιρειών αντιμετώπισαν μείωση της ζήτησης, ενώ το 32% αύξησή της.
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που μείωσαν την απασχόληση ή τους μισθούς ήταν σημαντικά υψηλότερο στις επιχειρήσεις που υπέστησαν μείωση της ζήτησης: Η απασχόληση μειώθηκε στο 43% των επιχειρήσεων που είχαν μείωση της ζήτησης και το 14% αυτών των εταιρειών μείωσε τους βασικούς μισθούς.
«Δεδομένης της έκτασης της πτώσης της ζήτησης και της μείωσης της απασχόλησης, το σχετικά χαμηλό ποσοστό μισθολογικών μειώσεων φαίνεται να αποτελεί ένδειξη μίας ακαμψίας των ονομαστικών μισθών προς τα κάτω», σημειώνεται. «Το πάγωμα των μισθών αποτελεί επίσης μία ισχυρή ένδειξη ακαμψίας των μισθών προς τα κάτω, καθώς δείχνει ότι οι επιχειρήσεις διατηρούν σταθερούς τους μισθούς για να αποφύγουν τις πιθανές εντάσεις από τη μείωσή τους, ακόμη και όταν οι οικονομικές συνθήκες μπορεί να δικαιολογούν μία μείωση», προστίθεται στη μελέτη.
Σύμφωνα με την έρευνα WDN, το ποσοστό των εργαζομένων στις χώρες της ευρωζώνης, που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις μισθών (κατά μέσο όρο σχεδόν 75%) είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των χωρών εκτός της ευρωζώνης (σχεδόν 30%). Αρκετές χώρες έχουν ποσοστά σημαντικά μεγαλύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ιδιαίτερα η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία.
Με εξαίρεση την Ολλανδία και τις βαλτικές χώρες, αυτά τα υψηλά επίπεδα προκύπτουν κυρίως από συλλογικές συμβάσεις εκτός της εταιρείας. Στην Ιρλανδία, την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία τα ποσοστά των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (π.χ., κάτω από 20%).
Από τις χώρες της ΕΕ που δεν είναι μέλη της ευρωζώνης, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Βρετανία έχουν χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις, ενώ η Ρουμανία και η Κροατία έχουν υψηλότερα.