Οι αυτοαπασχολούμενοι στην Ελλάδα έχουν υψηλό βαθμό οικονομικής και οργανωσιακής ανεξαρτησίας, δηλαδή περιορισμένη εξάρτηση από έναν πελάτη και κατά κανόνα αποφασίζουν αυτοί για την αρχή και το τέλος του χρόνου εργασίας τους. Ωστόσο, οι κυριότερες δυσκολίες αφορούν στην οικονομική καχεξία, σε περιόδους που δεν έχουν δουλειά, σε προβλήματα στις πληρωμές και στην αδυναμία να ορίσουν τις αμοιβές τους. Παράλληλα, οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό είναι οι περισσότερο ικανοποιημένοι εργαζόμενοι, ενώ ένας στους τρεις αυτοαπασχολουμένους χωρίς προσωπικό θα προτιμούσε να εργάζεται ως μισθωτός, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από ειδική έρευνα (ad hoc) της ΕΛΣΤΑΤ για τους αυτοαπασχολούμενους, η οποία διεξήχθη παράλληλα με την έρευνα εργατικού δυναμικού κατά το β’ τρίμηνο του 2017.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν αναλυτικά ως εξής:
- Το 14,6% των ερωτώμενων απαντά ότι είχε έναν κύριο πελάτη τους 12 τελευταίους μήνες, δηλαδή έναν πελάτη από τον οποίο προέρχεται τουλάχιστον το 75% του εισοδήματός του. Αυτό παρατηρείται συχνότερα στις γυναίκες και στα άτομα ελληνικής υπηκοότητας και πολύ περισσότερο στον πρωτογενή κλάδο και τα στοιχειώδη επαγγέλματα (καθαρίστριες και λοιποί ανειδίκευτοι εργάτες πλην γεωργίας).
- Περισσότεροι από τρεις στους τέσσερις ερωτώμενους δηλώνουν ότι αποφασίζουν εκείνοι για την αρχή και το τέλος του χρόνου εργασίας τους. Για τους υπόλοιπους αποφασίζουν οι πελάτες (7,9%) ή συντρέχουν άλλοι παράγοντες (12,6%), όπως ο καιρός, η εποχικότητα κ.λπ. Μεγαλύτερος βαθμός αυτονομίας απαντάται στα άτομα ελληνικής υπηκοότητας, καθώς και σε αυτά που ασκούν επαγγέλματα με εξειδίκευση. Ο υψηλότερος βαθμός αυτονομίας εμφανίζεται στον πρωτογενή κλάδο και ο χαμηλότερος στους κλάδους εμπορίου, ξενοδοχείων και εστίασης.
- Γενικά, οι αυτοαπασχολούμενοι παρουσιάζουν υψηλό βαθμό οικονομικής και οργανωσιακής ανεξαρτησίας. Οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό εμφανίζονται περισσότερο οικονομικά εξαρτημένοι από έναν κύριο πελάτη, αλλά και περισσότερο αυτόνομοι στην οργάνωση του χρόνου εργασίας τους από τους αυτοαπασχολουμένους με προσωπικό (16,6% και 8,2%, αντίστοιχα).
- Οι λόγοι για τους οποίους οι ερωτώμενοι εργάζονται ως αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να χωριστούν σε εθελοντικούς, μη εθελοντικούς και συμπτωματικούς. Επίσης, μπορεί να υπάρχει συνδυασμός και των τριών, όπως για το 24,5% που απάντησε ότι συνέχισε την οικογενειακή επιχείρηση. Αυτός είναι και ο λόγος που αναφέρεται περισσότερο, κυρίως από τις ακόλουθες κατηγορίες ερωτώμενων: αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό, άτομα ελληνικής υπηκοότητας και στους αυτοαπασχολούμενους στον πρωτογενή τομέα και στη βιομηχανία- ενέργεια.
- Περισσότερα από ένα στα τρία άτομα έγιναν αυτοαπασχολούμενοι για εθελοντικούς λόγους, κυρίως γιατί αποτελεί τη συνήθη πρακτική στο αντικείμενο της εργασίας (20,2%). Το τελευταίο εμφανίζεται περισσότερο σε άτομα ελληνικής υπηκοότητας, υψηλότερης εκπαίδευσης και σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης.
- Περίπου ένα στα πέντε άτομα έγινε αυτοαπασχολούμενος για μη εθελοντικούς λόγους, κυρίως γιατί δεν μπορούσε να βρει δουλειά ως μισθωτός (13,0%). Γενικά, οι μη εθελοντικοί λόγοι εμφανίζονται περισσότερο στις γυναίκες, στις νεαρότερες ηλικίες και στα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας. Χαρακτηρίζουν δε περισσότερο τα άτομα που ασκούν στοιχειώδη επαγγέλματα.
- Τέλος, το 16,4% έγινε αυτοαπασχολούμενος συμπτωματικά, από μία κατάλληλη ευκαιρία που εμφανίστηκε. Απαντάται περισσότερο στους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό, καθώς και στα επαγγέλματα χαμηλής ή καθόλου εξειδίκευσης.
- Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι αυτοαπασχολούμενοι τους τελευταίους 12 μήνες αφορούν, κατά πρώτο λόγο, σε οικονομική δυσπραγία. Το 60% των ερωτώμενων δηλώνει ότι υπήρξε περίοδος με ελάχιστο εισόδημα για να ζήσει. Επίσης, το 42,7% αναφέρει ότι δεν είχε καθόλου εισόδημα σε περίοδο ασθένειας και το 36,5% ότι υπήρξε περίοδος χωρίς δουλειά. Οι παραπάνω δυσκολίες αναφέρονται ως οι πιο σημαντικές από περίπου 46% των ερωτώμενων, παρουσιάζοντας διαφοροποιήσεις ανάλογα με την υπηκοότητα, το επάγγελμα και τον κλάδο. Γενικά, οι δυσκολίες εμφανίζονται λιγότερο έντονες στα άτομα που ασκούν μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης, ενώ περισσότερο στα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας. Η ύπαρξη περιόδου με ελάχιστο εισόδημα αναφέρεται περισσότερο στον πρωτογενή κλάδο, ενώ η ύπαρξη περιόδου χωρίς καθόλου δουλειά στον κλάδο των κατασκευών.
- Το δεύτερο είδος δυσκολίας αφορά στην οικονομική εξάρτηση των αυτοαπασχολουμένων. Το 43,1% δηλώνει αδυναμία να επηρεάσει την αμοιβή της εργασίας του, ενώ το 45,1% αναφέρει προβλήματα από τις πληρωμές των πελατών. Οι παραπάνω δυσκολίες αναφέρονται ως οι πιο σημαντικές από περίπου 26% των ερωτώμενων. Η πρώτη δυσκολία αφορά περισσότερο σε αυτοαπασχολούμενους ελληνικής υπηκοότητας και στον πρωτογενή τομέα, ενώ η δεύτερη σε αυτοαπασχολούμενους σε χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες.
- Οι υπόλοιπες δυσκολίες αναφέρονται ως οι πιο σημαντικές από περίπου 19% των αυτοαπασχολουμένων, με περισσότερο έντονη τη γραφειοκρατία, η οποία απαντάται σε υψηλότερο ποσοστό στις χρηματοοικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες.
- Το 15,9% των ερωτώμενων αναφέρει ότι έχει κάποια συνεργασία, είτε με συνέταιρο (8,1%) είτε με άλλους αυτοαπασχολούμενους (10%). Περισσότερο ευεπίφορα σε συνεργασίες εμφανίζονται τα άτομα ελληνικής υπηκοότητας, νεότερων ηλικιών, που ασκούν επαγγέλματα με ειδίκευση. Επίσης, παρατηρείται ότι οι απαντήσεις για ύπαρξη συνεταιρισμού ή συνεργασίας διαφοροποιούνται ανάλογα με τον κλάδο: η συνεργασία είναι εμφανώς συχνότερη στον πρωτογενή κλάδο και στις κατασκευές. Οι προθέσεις για πρόσληψη υπαλλήλων τους επόμενους 12 μήνες κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα (4,9%) και αφορούν κυρίως στην πρόσληψη υπαλλήλων προσωρινής απασχόλησης (3,8%). Τέλος, πρόθεση για ανάθεση μέρους της δουλειάς σε υπεργολαβία αναφέρει το 0,7% των αυτοαπασχολουμένων.
– Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό δεν έχουν υπαλλήλους είναι ότι δεν υπάρχει αρκετή δουλειά (47,7%). Αυτό είναι περισσότερο έντονο στα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας και στον δευτερογενή τομέα (βιομηχανία, κατασκευές). Το 16,1% των ερωτώμενων απαντά ότι προτιμά να δουλεύει μόνο του κυρίως στους κλάδους παροχής χρηματοπιστωτικών, επιχειρηματικών και άλλων υπηρεσιών. Το 14,3% των ερωτώμενων απαντά ότι χρησιμοποιεί μέλη της οικογένειάς του ως βοηθούς. Αυτό εμφανίζεται συχνότερα στα άτομα ηλικίας άνω των 55 ετών και στον πρωτογενή τομέα. Επίσης, εμφανίζεται σε μικρό βαθμό (13,2%) και στους κλάδους εμπορίου, ξενοδοχείων και εστίασης, ενώ στους υπόλοιπους κλάδους τα ποσοστά είναι ιδιαίτερα χαμηλά. Οι υπόλοιποι λόγοι αναφέρονται σε χαμηλά ποσοστά: αφορούν στην πρόσληψη εποχικών υπαλλήλων (5,8%) κυρίως στον πρωτογενή τομέα, στις υψηλές ασφαλιστικές κρατήσεις (4,4%) και σε άλλους λόγους.
– Το 42,2 % των απασχολουμένων δηλώνει ικανοποιημένο σε μεγάλο βαθμό από την εργασία του. Το 41,9% δηλώνει ικανοποιημένο σε κάποιο βαθμό, ενώ το 14,3% δηλώνει ελάχιστα ή καθόλου ικανοποιημένο. Περισσότεροι από τέσσερις στους πέντε απασχολουμένους δεν επιθυμούν να αλλάξουν θέση στην απασχόληση. Τα ποσοστά είναι υψηλότερα για τους μισθωτούς (88,2%) και χαμηλότερα για τους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό (61,8%), από τους οποίους το 34,1% θα προτιμούσε να εργάζεται ως μισθωτός. Επίσης, 16,7% των αυτοαπασχολουμένων με προσωπικό θα προτιμούσε να εργάζεται ως μισθωτός.
– Υπάρχει διάσταση μεταξύ των ηλικιών: οι αυτοαπασχολούμενοι που θα προτιμούσαν να εργάζονται ως μισθωτοί απαντώνται περισσότερο στις μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ το αντίστροφο παρατηρείται στις νεότερες ηλικίες. Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι μισθωτοί ή οι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση δεν εργάζονται ως αυτοαπασχολούμενοι, όπως θα επιθυμούσαν, είναι η οικονομική ανασφάλεια (47%) και η έλλειψη χρηματοδότησης (30%). Ο πρώτος λόγος εμφανίζεται περισσότερο στα άτομα ελληνικής υπηκοότητας, στα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης και στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ενώ ο δεύτερος λόγος στα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας και στα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Το υπερβολικό άγχος, οι ευθύνες και το ρίσκο αναφέρεται από το 7,9% των ερωτώμενων, ενώ το 14,4% αναφέρει άλλους λόγους, όπως η ελλιπής κοινωνική ασφάλιση (εισόδημα σε περίπτωση ασθένειας, γονικές άδειες κλπ.).