Πόσο προστατευμένος είναι στις μέρες μας ο δανειολήπτης απέναντι στα funds; Υπάρχει εποπτεύουσα Αρχή που να ελέγχει τον τρόπο λειτουργίας αυτών των εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, που ο κόσμος τις αποκαλεί «κοράκια» επειδή «πετάνε στον δρόμο» ανθρώπους που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις δόσεις των δανείων και εκπλειστηριάζουν σπίτια, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι που έμεναν σε αυτά είχαν π.χ. επιστρέψει στην τράπεζα πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που είχαν δανειστεί, αλλά αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τους υπέρογκους τόκους;
Το Newsbeast μίλησε με τον δικηγόρο κ. Δημήτρη Αναστασόπουλο ο οποίος γνωρίζει καλά το νομικό πλαίσιο που διέπει τα «κόκκινα» δάνεια. Έχοντας αναλάβει πλειάδα σχετικών υποθέσεων, αναφέρει με νόημα πως «από τη στιγμή που ένα στεγαστικό δάνειο δεν αποπληρώνεται και χαρακτηριστεί “κόκκινο”, ο δανειολήπτης εισέρχεται σε δύσκολα μονοπάτια». Καμία κατοικία δεν προστατεύεται πλέον εύκολα.
Η τριγωνική σχέση τραπεζών, ξένων fund και των εκπροσώπων τους
Για να δούμε τί συμβαίνει, θα πρέπει να τα πάρουμε με τη σειρά: Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μεταβιβάζονται από τις τράπεζες στις εταιρείες αυτές «οι οποίες είναι εταιρείες του εξωτερικού, αυτό που λέμε τα ξένα funds» σημειώνει ο κ. Αναστασόπουλος. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για να αγοραστεί το δάνειο, είναι η εταιρεία αυτή να έχει κάνει ανάθεσή της πράξης αυτής σε κάποια από τις ελληνικές εταιρείες, οι οποίες αποκαλούνται servicers – είναι ο ενδιάμεσος, ώστε να τις εκπροσωπεί στην Ελλάδα.
«Άρα η σχέση είναι τριγωνική. Δηλαδή το δάνειο φεύγει από την τράπεζα, το αγοράζει το fund που βρίσκεται στο εξωτερικό κι αυτό το ξένο fund έχει εκπρόσωπο στη χώρα μας, ο οποίος είναι στην πράξη μια εταιρεία ειδικού σκοπού, που διαχειρίζεται τα δάνεια αυτά. Η εγχώρια εταιρεία κάνει τις ρυθμίσεις και τις επικοινωνίες, τους πλειστηριασμούς και την είσπραξη. «Άρα από μόνο του αυτό ως γεγονός μας κάνει να αντιληφθούμε πως υπάρχει μια… “θολή κουρτίνα” πίσω από τον πραγματικό ιδιοκτήτη, γιατί δεν μπορεί να μιλήσεις απευθείας μαζί του. Μιλάς με τους servicers» σημειώνει.
Αυτός ο servicer που κάνει τη διαχείριση του δανείου προφανώς και διέπεται από νομοθετικό πλαίσιο που θέτει τις προϋποθέσεις για την ίδρυση τέτοιου είδους εταιρειών. Από το τι κεφάλαιο θα πρέπει να έχουν, το ποιά θα πρέπει να είναι η συμμετοχή και το πώς θα εκπροσωπούνται, έως τις βασικές αρχές που διέπει τη λειτουργία τους, το business plan, και τον τρόπο ρύθμισης των δανείων που παραλαμβάνουν. «Το πρόβλημα όμως είναι το εξής: ότι δεν υπάρχει κάποιος κώδικας ο οποίος να τους δεσμεύει, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στις ρυθμίσεις. Δηλαδή, λειτουργούν ως ιδιώτες θα έλεγα» αναφέρει ο κ. Αναστασόπουλος.
Εποπτεύουσα Αρχή αυτών των εταιρειών είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά η ουσία είναι ότι ως δανειολήπτης μιλάς με κάποιον που συμπεριφέρεται σαν ιδιώτης, καθώς έχει την ευχέρεια να αλλάζει συνεχώς άποψη και γνώμη, να κινείται με τρόπους κρυφούς, να μην υπάρχει διαφάνεια στις διαπραγματεύσεις, να αποφεύγουν να σου απαντάνε γραπτώς, να μην αιτιολογούν την άρνηση τους, να σε αιφνιδιάζουν και να προβαίνουν σε κατασχέσεις. Άρα, το νομικό πλαίσιο δεν προστατεύει τον δανειολήπτη.
Ο εποπτικός ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδας και τα πρόστιμα
Ρωτάμε εάν προβλέπονται ποινές για όσες εταιρείες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων λειτουργούν παράτυπα. Υπάρχουν μεν, αλλά και πάλι επικρατεί ασάφεια. Ένα παράδειγμα: Ο νόμος 4354/2015 για παράδειγμα (με τίτλο «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».) αναφέρει πως αν η εταιρεία παραβιάσει τις διατάξεις του νόμο, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει την εταιρεία σε ακρόαση, να της επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν θα υπερβαίνει τις 300.000 ευρώ. Θέτει ένα ανώτερο όριο, αλλά όχι ελάχιστο.
Επίσης, για να φτάσει μια καταγγελία στην Τράπεζα της Ελλάδος θα πρέπει να πας εσύ ο ίδιος να κάνεις την καταγγελία. «Το θέμα είναι εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί πραγματική εποπτεία. Αν δηλαδή είναι από πάνω τους, αν έχει τους μηχανισμούς να τους ελέγξει, εάν το νομοθετικό πλαίσιο που υπάρχει της δίνει τη δυνατότητα αυτή ή έχει “δεμένα τα χέρια” καθώς επίσης και εάν είναι πρόσφορος ο τρόπος καταγγελιών για τους πολίτες αλλά και εάν ένας πολίτης μπορεί να πάει να πάρει γρήγορα άμεση απάντηση ή να έχει άμεση προστασία». Σε όλα αυτά η απάντηση είναι αρνητική.
Πάρα πολλοί που φτάνουν σε ένα καταληκτικό σημείο να βρίσκονται οριακά στην απώλεια του σπιτιού τους, δεν έχουν ασκήσει τα δικαιώματά τους ή δεν τα γνωρίζουν ή στην τελική, δεν έχουν και την οικονομική δυνατότητα να τα ασκήσουν, «Άρα εδώ τίθεται και κάτι άλλο, το οποίο ίσως να είναι εξίσου σημαντικό: η ορθή πληροφορία στην κοινωνία, προς όλους. Το κράτος έχει υποχρέωση να σε ενημερώσει για τα δικαιώματά σου. Κι αν εσύ δεν μπορείς να πάρεις αυτή την πληροφορία, υπάρχει άλλος τρόπος να την πάρεις; Ή σε αφήνει απροστάτευτο το κράτος σε μια ελεύθερη αγορά; Γιατί από τη μια πλευρά έχεις τον ισχυρό, που είναι οι μεγάλες εταιρείες που έχουν την τεχνογνωσία, το προσωπικό, τα μέσα, τα χρήματα και έναν νόμο ο οποίος είναι καλός για αυτούς και από την άλλη πλευρά έχουμε την κοινωνία, η οποία δεν λειτουργεί σαν ομάδα. Λειτουργεί ο καθένας μεμονωμένα, κάτι που είναι προβληματικό καθώς οι πολίτες ως μονάδες δεν έχουν την ισχύ. Η ατομική ισχύς του καθενός είναι πολύ περιορισμένη. Δεν υπάρχει κάποιο δυνατό καταναλωτικό κίνημα ώστε να σε προστατεύσει» υποστηρίζει ο κ. Αναστασόπουλος.