«Όποιος αναλαμβάνει κινδύνους με την προοπτική να πλουτίσει, να φέρει και το βάρος της ζημιάς». Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνονται τα όσα αναφέρει σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του Bloomberg ο πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών Φορολογουμένων Καρλ Χάιντς Ντέκε.
Κατά την άποψη του κ. Ντέκε, οι ιδιώτες δανειστές θα πρέπει να αποδεχθούν από μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση της λήξης κρατικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους, έως την απώλεια μέρους της αξίας των ομολόγων αυτών.
Ο κ. Ντέκε αποκαλύπτει ότι η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ απαίτησε ρητά, όταν ξεκίνησαν οι συζητήσεις για τη χορήγηση χρηματοδοτικής βοήθειας στην Ιρλανδία, να υπάρξει μία συνεισφορά από τους ιδιώτες δανειστές, προσθέτοντας ότι η απογοήτευση των Γερμανών φορολογουμένων ήταν μεγάλη, όταν έγινε αντιληπτό ότι η κ. Μέρκελ δεν πέτυχε να επιβάλει τον όρο αυτό. Έτσι, είπε, υπήρξε τελικά μια συμφωνία εις βάρος των Γερμανών φορολογουμένων, η οποία άφησε στο απυρόβλητο τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρίες και τα επενδυτικά ταμεία. «Αυτό, δεν θα το ανεχθούν οι Γερμανοί φορολογούμενοι», αναφέρει, προσθέτοντας ότι αν το ιρλανδικό πρόβλημα θέτει σε κίνδυνο τις γερμανικές τράπεζες ή τις γερμανικές ασφαλιστικές εταιρίες – οι οποίες, όπως σημειώνει, το αρνούνται όταν ρωτούνται – τότε θα πρέπει και η γερμανική κυβέρνηση να δράσει αντίστοιχα.
Οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα εγγυηθούν για τα 12,5 δισ. ευρώ από το συνολικό πακέτο των 62,7 δισ. ευρώ που είναι η ξένη βοήθεια για την Ιρλανδία, σημειώνει ο Ντέκε, ενώ οι κάτοικοί της έχουν υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα από τους Γερμανούς (35.000 ευρώ έναντι 31.000 ευρώ, αντίστοιχα). Φαίνεται να αμφιβάλει ότι η Ιρλανδία θα μπορέσει να αποπληρώσει πλήρως τα δάνεια αυτά, παρά τα αυστηρά μέτρα λιτότητας που έχει λάβει η χώρα. «Αυτά μόνο δεν θα κάνουν τη δουλειά», σημειώνει, προσθέτοντας ότι το ιρλανδικό πρόβλημα είναι κυρίως η «φούσκα» στον κατασκευαστικό και τραπεζικό τομέα.
Μετά την Ελλάδα και την Ιρλανδία θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες για να ζητήσουν βοήθεια, ισχυρίζεται, και κατά συνέπεια «δεν αποτελεί έκπληξη ότι υπήρξε συζήτηση για διεύρυνση του πακέτου σταθεροποίησης – που σήμερα φθάνει τα 750 δισ. ευρώ – ενδεχομένως σε απεριόριστο ποσό».