Παρά το κύμα ακρίβειας που καταγράφεται σε βασικά αγαθά, η κυβέρνηση προβλέπει αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων από το 2023. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, το οποίο κατατίθεται στη Βουλή τη Δευτέρα (3/10), ο πήχης του πληθωρισμού θα έχει τοποθετηθεί αισθητά χαμηλότερα σε σχέση με φέτος και συγκεκριμένα στη περιοχή του 3%. Η πρόβλεψη για χαλάρωση των πληθωριστικών πιέσεων στηρίζεται στη παραδοχή ότι οι ανατιμήσεις θα χτυπήσουν φέτος ταβάνι και σταδιακά θα ακολουθήσουν καθοδική πορεία. Φέτος εκτιμάται ότι θα κλείσει στο 9% με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα να κάνει λόγο για νέα επιτάχυνση του πληθωρισμού σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις. Σημειώνεται ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας προέβλεπε για φέτος πληθωρισμό 5,6% και ο προϋπολογισμός 0,8%.
Οι νέες εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με εκείνες της Κομισιόν σύμφωνα με τις οποίες ο πληθωρισμός θα τρέξει το 2022 με ταχύτητα στα επίπεδα του 8,1% και ο ρυθμός αύξησης θα εξασθενήσει στο 5,5% το 2023. Την ίδια ώρα η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά ότι ο μέσος δείκτης θα διαμορφωθεί φέτος στο 7,6% το 2022 ενώ το ΙΟΒΕ κάνει λόγο για πληθωριστική ανάφλεξη στη ζώνη του 9% – 9,6%.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται αύριο οι προκαταρκτικές προβλέψεις της Eurostat για τη πορεία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή οι τιμές στην ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο με τους αναλυτές να αναμένουν νέα άνοδο του πληθωρισμού στο 9,7% από 9,1% τον Αύγουστο.
Επισημαίνεται ότι ο πληθωρισμός με βάση το δείκτη τιμών της ΕΛΣΤΑΤ διαμορφώθηκε στο 11,4% τον Αύγουστο και δεδομένου ότι ο δείκτης της Eurostat είναι παραδοσιακά χαμηλότερος από τον εθνικό δείκτη ο πληθωρισμός τον Σεπτέμβριο θα είναι σημαντικά υψηλότερος.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον πληθωρισμό σημειώνοντας ότι το υψηλό ενεργειακό και διατροφικό κόστος διαχέεται στις συνιστώσες του πυρήνα του πληθωρισμού, δηλαδή στις υπηρεσίες και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και επισημαίνοντας ότι οι αυξήσεις των τιμών, ιδίως στα αγαθά με ανελαστική ζήτηση, έχουν διανεμητικές επιδράσεις, πλήττοντας περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, με αποτέλεσμα αυτά να μειώνουν τόσο τις αποταμιεύσεις τους για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες όσο και την καταναλωτική τους δαπάνη.
Οι πληθωριστικές πιέσεις που οδηγούν σε αύξηση των επιτοκίων και οι αναταράξεις στην αγορά ομολόγων προβληματίζουν έντονα το οικονομικό επιτελείο αλλά δεν αποτελούν εστία κινδύνου για το δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών το ταμειακό «μαξιλάρι» των 38 δις. ευρώ δημιουργούν ένα «δίχτυ» ασφαλείας για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους χωρίς να «πιέζεται» το δημόσιο να βγει φέτος – ίσως και το χρόνου αν συνεχιστεί το πρόβλημα – στις αγορές. Αν υπάρξουν κινήσεις με κλασικές εκδόσεις ομολόγων, όπως τονίζουν αρμόδιες πηγές αυτές θα γίνουν με γνώμονα το μειωμένο ρίσκο και για δανεισμό με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Πάντως οι δανειακές ανάγκες για το 2023 παραμένουν χαμηλές με την Citigroup να τις τοποθετεί στα 7 δισ. ευρώ από 12 δισ. ευρώ που είχαν τεθεί για φέτος αλλά σιωπηρά έχουν μειωθεί στα 10 δισ. ευρώ.
Στα ύψη οι τιμές
Πάντως οι τιμές των βασικών ειδών κινούνται σε ανοδική τροχιά με τα περισσότερα νοικοκυριά να προχωρούν σε μείωση των δαπανών τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν το συνεχιζόμενο κύμα ακρίβειας σε προϊόντα και υπηρεσίες. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, πάνω από 8 στους 10 Έλληνες δηλώνουν ότι μειώνουν την κατανάλωση ενέργειας, το ίδιο ποσοστό τις αγορές καταναλωτικών προϊόντων, το 66,4% τις μετακινήσεις με αυτοκίνητο και το 66% τις μέρες των διακοπών. Χαρακτηριστικό είναι ότι επτά στους δέκα (70%) δηλώνουν ότι ξοδεύουν λιγότερα χρήματα σε προϊόντα που δεν είναι πρώτης ανάγκης ενώ η τιμή αναδεικνύεται, με διαφορά, ως το σημαντικότερο αγοραστικό κριτήριο, τόσο σήμερα (78%), όσο και για την επόμενη τριετία (78%), σύμφωνα με έρευνα της ΕΥ Ελλάδος.