Βαριά πρόστιμα δισεκατομμυρίων δολαρίων αναμένεται να επιβληθούν σε βάρος πέντε μεγάλων τραπεζών που κατηγορούνται για χειραγώγηση των τιμών στην αγορά συναλλάγματος.
Οι μητρικές εταιρείες ή οι βασικές τραπεζικές μονάδες των αμερικανικών JPMorgan Chase και Citigroup, βρετανικών Royal Bank of Scotland και Barclays και η ελβετική UBS, αναμένεται να αποδεχθούν την ενοχή τους για τις κατηγορίες που τους έχουν ασκηθεί από αμερικανικές αρχές για χειραγώγηση συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι τραπεζικοί κολοσσοί θα επιδιώξουν πιθανότατα εντός της εβδομάδας διακανονισμό των υποθέσεών τους που ερευνώνται από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Η αποδοχή της ενοχής τους, για τη συνεννόηση χρηματιστών με σκοπό τη χειραγώγηση συναλλαγματικών ισοτιμιών, μπορεί να γίνει και αύριο, δήλωσαν πρόσωπα με γνώση του θέματος. Οι τράπεζες αναμένεται να πληρώσουν πρόστιμα ύψους περίπου 1 δισ. δολαρίων ή περισσότερο και η συλλογική διευθέτηση αναμένεται να υπερβεί τα 4,3 δισ. δολάρια που πλήρωσαν ως ποινές έξι τράπεζες τον περασμένο Νοέμβριο.
Εάν οι μητρικές εταιρείες των JPMorgan και Citigroup αποδεχθούν την ενοχή τους, θα είναι η πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες που γίνεται αυτό από μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι αμερικανικές αρχές, υπό τον φόβο παράπλευρων συνεπειών, όπως απολύσεων υπαλλήλων, σπάνια επεδίωκαν ποινικές καταδίκες μεγάλων διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αντί τούτου τιμωρούσαν μικρότερες θυγατρικές τους.
Οι αποδοχές ενοχής πυροδοτούν μία σειρά επιπτώσεων. Οι τράπεζες πιθανόν να πρέπει να διαπραγματευθούν ρυθμιστικές εξαιρέσεις για να αποφύγουν σοβαρές αποδιαρθρώσεις των εργασιών τους. Καταγεγραμμένο είναι το λεγόμενο «αποτέλεσμα της Arthur Andersen», μετά την καταδίκη της μεγάλης λογιστικής εταιρείας το 2002 για κατηγορίες που συνδέονταν με το λογιστικό σκάνδαλο του ομίλου της Enron. Περίπου 28.000 εργαζόμενοι στην εταιρεία έχασαν τη δουλειά τους.