Ο βέλγος οικονομολόγος Αλεξάντρ Λαμφαλουσί, πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου, προγόνου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απεβίωσε το Σάββατο σε ηλικία 86 ετών, ανακοίνωσε σήμερα η οικογένειά του.
Από το 1988 έως το 1989, ο Αλεξάντρ Λαμφαλουσί υπήρξε μέλος της Επιτροπής Ντελόρ, στην οποία είχε ανατεθεί να προετοιμάσει το δρόμο προς το ενιαίο νόμισμα υπό την αιγίδα του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ.
Στη συνέχεια διηύθυνε από το 1994 έως το 1997 στη Φραγκφούρτη το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο (IME), από το οποίο έμελλε να γεννηθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Ήταν πραγματιστής αναφορικά με την ερμηνεία των κριτηρίων σύγκλισης που θα επέτρεπαν στα κράτη να συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα.
«Δεν πρόκειται απλώς για έναν αριθμό. Πρέπει να το δούμε σε διάρκεια, να δούμε τι μας περιμένει, να έχουμε μια ιστορική προοπτική», είχε δηλώσει το 1997 στην εφημερίδα Financial Times.
«Ήταν ένας από τους πρώτους που εξέφρασαν δυσπιστία για τις αγορές και τις κερδοσκοπικές φούσκες και πρότεινε μια καλύτερη ρύθμιση των οικονομικών συστημάτων», δήλωσε σήμερα ο γιος του, ο Κριστόφ, δημοσιογράφος στην εφημερίδα La Libre Belgique.
Το 2000 προήδρευσε μιας επιτροπής σοφών στην οποία οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών είχαν αναθέσει να συμβάλει στην εναρμόνιση των χρηματιστηριακών πρακτικών στην Ευρώπη.
Στα τέλη του 2008, εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η βελγική κυβέρνηση του ζήτησε να προεδρεύσει μιας Επιτροπής για μια νέα χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, στην οποία ανατέθηκε να διατυπώσει προτάσεις για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο Αλεξάντρ Λαμφαλουσί γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1929 στο Καπουβάρ της Ουγγαρίας και διέφυγε από τη γενέτειρά του σε ηλικία 19 ετών για να καταφύγει στο Βέλγιο ως άπατρις πρόσφυγας.
Αφού σπούδασε οικονομία στη Λουβέν (Βέλγιο) και την Οξφόρδη (Βρετανία), άρχισε τη σταδιοδρομία του στην Τράπεζα των Βρυξελλών πριν ενταχθεί, το 1976, στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BRI) στη Βασιλεία (Ελβετία), στην οποία μετέχουν οι κεντρικές τράπεζες και της οποίας υπήρξε γενικός διευθυντής από το 1986 έως το 1994. Το 1996 ο βασιλιάς Αλβέρτος 2ος του απένειμε τον τίτλο του βαρόνου.