Η Κίνα υπέγραψε μια σύμβαση πενταετούς διάρκειας με τη Λευκορωσία για την προμήθεια ποτάσας, ενώ το Πεκίνο δεσμεύθηκε επίσης να προχωρήσει στη χορήγηση δανείων ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων σε λευκορωσικές τράπεζες, στο πλαίσιο ενός πακέτου συμφωνιών που συνήφθησαν κατά τη διάρκεια της περιοδείας του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στο Μινσκ, στη Μόσχα και στο Αλμάτι.
Η Ρωσία, η πιο στενή σύμμαχος της Λευκορωσίας, έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της προς ανατολάς, ιδίως καθώς οι σχέσεις της Μόσχας με τη Δύση έχουν πληγεί λόγω της σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Ο Σι εξήρε την Λευκορωσία για την εξωτερική της πολιτική κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής. Η συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός συνήφθη στο Μινσκ τον περασμένο Φεβρουάριο. “Διαμεσολαβήσατε ενεργητικά για την επίλυση της κρίσης”, είπε ο πρόεδρος της Κίνας σε δηλώσεις του μετά την υπογραφή των συμφωνιών.
Ένα δάνειο, ύψους 700 εκατ. δολαρίων και 15ετούς διάρκειας, θα χορηγηθεί στην κρατική Τράπεζα Ανάπτυξης και το επιτόκιό του δεν θα ξεπερνά το 4,7%. Το δεύτερο δάνειο θα χορηγηθεί στην κρατική Belarusbank.
Από τη δική του πλευρά ο πρόεδρος της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο δήλωσε ότι οι συμφωνίες σηματοδοτούν τη δέσμευση των δύο χωρών σε μια μακρόπνοη συνεργασία.
“Συμφωνήσαμε ότι θα υποστηρίζουμε ενεργά η μια χώρα την άλλη σε θέματα όπως τα εθνικά της συμφέροντα, η εθνική ασφάλεια και εθνική κυριαρχία”, δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου.
“Συζητάμε για μεγάλα έργα και τον εκσυγχρονισμό της υποδομής της Λευκορωσίας, (καθώς και) νέες γραμμές πιστώσεων για την δημιουργία μιας σύγχρονης παραγωγής”, είπε ο Λουκασένκο.
Η συμφωνία για την προμήθεια υδροξειδίου του καλίου, που υπεγράφη μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών, προβλέπει παραδόσεις 4 εκατ. τόνων σε πέντε χρόνια αξίας $1,3 δισεκ. με βάση τις τρέχουσες τιμές.
Οι συμφωνίες αυτές καταγράφονται ενώ η οικονομία της πρώην σοβιετικής δημοκρατίας έχει πληγεί από την νομισματική αστάθεια στη Ρωσία και την μεγάλη πτώση της τιμής του αργού στις αγορές. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η οικονομία της Λευκορωσίας πρόκειται να συρρικνωθεί κατά 2% του ΑΕΠ φέτος.