Αμερικανικά ΜΜΕ συνεχίζουν να αναφέρονται στις εξελίξεις στην Ελλάδα και σε «πιθανές επιπτώσεις» στην χώρα και στην ευρωζώνη, καταγράφοντας παράλληλα διαφορετικές εκτιμήσεις για την «επόμενη μέρα» των εκλογών.
«Το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ παραμένει ισχυρό, όπως και η διάλυση της ευρωζώνης, υποστηρίζει ο Μίλτον Εζράτι (Milton Ezrati), επικεφαλής οικονομολόγος και στρατηγικός αναλυτής αγορών στην Lord, Abbett & Co και συνεργάτης στο Center for the Study of Human Capital του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (State University of New York), σε άρθρο γνώμης στο περιοδικό The National Interest.
Όπως τονίζει, μεταξύ άλλων, «οι ελληνικές εκλογές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη αποκήρυξη μέρους του ελληνικού χρέους ή σε μια άλλη μορφή διαγραφής του, όπως, επίσης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απαρχή του τέλους του κοινού νομίσματος. Ακόμη και στην περίπτωση που η Ευρώπη αποφύγει τα χειρότερα, αυτό που θα πρέπει να αναμένει κανείς είναι ένα υψηλό επίπεδο αβεβαιότητας, ενώ οι ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση είναι τόσο πολλές, ώστε θα απαιτούνταν ένα βιβλίο για να κατονομάσει τα υπεύθυνα πρόσωπα και τους θεσμούς».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «η ιδιόμορφη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα θα μπορούσε να οδηγήσει σύντομα στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ που τάσσεται κατά της λιτότητας, θέτοντας ενδεχομένως τέλος στη συνεργασία της Ελλάδας με την τρόικα ή ακόμη και στη συμμετοχή της χώρας στο κοινό νόμισμα. Ακόμη και στην περίπτωση που κερδίσει η ΝΔ και επιστρέψει ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, στην εξουσία, καθώς», όπως σημειώνεται, «η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ μειώνεται συνεχώς, η κυβέρνηση θα έδειχνε μεγαλύτερη βούληση για ελάφρυνση της λιτότητας και για καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων, εμφανιζόμενη λιγότερο συνεργάσιμη με την Ευρώπη».
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι «στην περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη πιο δύσκολο να προβλεφθούν οι εξελίξεις, καθώς ο ηγέτης του Αλέξης Τσίπρας, έχει διατυπώσει τα προηγούμενα χρόνια μια σειρά αντιτιθέμενων απόψεων ώστε οι Έλληνες ψηφοφόροι να προσέρχονται στις κάλπες χωρίς να γνωρίζουν ουσιαστικά για τι ακριβώς ψηφίζουν. Όλα παραμένουν ανοιχτά, από μια μεταστροφή προς τη μετριοπάθεια έως την έξοδο από το ευρώ».
Επίσης, ο αρθρογράφος καταγράφει «όλα τα ενδεχόμενα για την Ελλάδα τη μετεκλογική περίοδο, όπως την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή, με τα θετικά και τα αρνητικά σημεία μια τέτοιας κίνησης, όπως και τις επιπτώσεις στην Ευρωζώνη, καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυσή της. Προβλήματα στην Ευρωζώνη θα έθετε και η όποια διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους, καθώς θα δημιουργούσε προηγούμενο και για άλλες υπερχρεωμένες χώρες, δημιουργώντας συνθήκες τις οποίες δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί η Γερμανία, εξαιτίας των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει έναντι των φορολογουμένων της», όπως αναφέρει στην ανάλυσή του.
Εξάλλου, σε κύριο άρθρο του αμερικανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Μπλούμπεργκ, υποστηρίζεται ότι «εδώ και μήνες, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι αφήνει να εννοηθεί ότι προτίθεται να εξαγγείλει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Χθες», όπως σημειώνεται, «ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήρε τα ενδεχόμενα νομικά εμπόδια. Με τις τιμές να πέφτουν στην ευρωζώνη, θα ήταν ασυγχώρητη η όποια καθυστέρηση».
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, «σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του γενικού εισαγγελέα είναι νόμιμη η αγορά κρατικού χρέους από την ΕΚΤ. Πρόκειται για το υπάρχον πρόγραμμα της ΕΕ, το ονομαζόμενο πρόγραμμα Άμεσων Νομισματικών Συναλλαγών, το οποίο δεν είναι ακριβώς πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, αλλά το οποίο περιλαμβάνει και την αγορά κρατικών ομολόγων. Το ΕΔ αναμένεται να βγάλει απόφαση μετά από τέσσερις έως έξι μήνες, υιοθετώντας πιθανότατα τη γνωμοδότηση του γενικού εισαγγελέα. Αυτό είναι επαρκές για τον Ντράγκι ώστε να ενεργήσει τώρα».
Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι «πολλοί στην Ευρώπη, ιδιαίτερα η Γερμανία, συνεχίζουν να αντιτίθενται. Αντιμετωπίζουν την ποσοτική χαλάρωση ως τέχνασμα, μέσω του οποίου οι πλουσιότερες χώρες της ευρωζώνης θα καταλήξουν να πληρώνουν τις δημοσιονομικές περιπέτειες των εταίρων τους.
»Ισχυρίζονται ότι η συνθήκη της ευρωζώνης απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση των κρατών-μελών. Ο Hans-Werner Sinn, επικεφαλής του Ifo, κατηγόρησε αυτή την εβδομάδα την ΕΚΤ για κινδυνολογία σχετικά με τον αποπληθωρισμό για να δικαιολογήσει τη διάσωση των πιο αδύναμων οικονομιών. Είναι κατανοητές αυτές οι επιφυλάξεις, αλλά όταν σχεδιάστηκε η συνθήκη κανείς δεν είχε προβλέψει μια ύφεση ανάλογη της σημερινής στην οποία βρίσκεται παγιδευμένη η Ευρώπη».
Στο κύριο άρθρο του Μπλούμπεργκ προστίθεται, επίσης, ότι «πρόκειται για μια οικονομική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και απαιτούνται μέτρα εκτάκτου ανάγκης. Η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα έχει δείξει ότι η ποσοτική χαλάρωση μπορεί να παράσχει την απαιτούμενη νομισματική τόνωση, όταν τα επιτόκια δεν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω, ενώ δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική λύση. Η νέα νομική γνωμοδότηση δεν είναι ωστόσο τόσο χαλαρή όσο θα όφειλε, καθώς αντιτίθεται στην αγορά ομολόγων από την πρωτογενή αγορά, περιορίζοντας το πρόγραμμα στην αγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά. Είναι κρίμα καθώς περιορίζει τις δυνατότητας της ΕΚΤ. Η γνωμοδότηση, επίσης άσκοπα, προειδοποιεί όσον αφορά στις τιμαριθμικές στρεβλώσεις που προκύπτουν από την παρακράτηση των ομολόγων από την ΕΚΤ έως την περίοδο ωρίμανσης, αλλά το σημαντικότερό της σημείο, ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να χαράσσεται από την ΕΚΤ και όχι από τα δικαστήρια, είναι σοφό».
Τέλος, σημειώνεται ότι «η επόμενη συνάντηση της ΕΚΤ θα πραγματοποιηθεί στις 22 Ιανουαρίου. Οι αγορές αναμένουν την ανάληψη δράσης από τον Ντράγκι. Οτιδήποτε λιγότερο από την απεριόριστη δέσμευση για την αγορά κρατικού χρέους σε εντυπωσιακές ποσότητες θα απογοητεύσει τους επενδυτές και θα επιδεινώσει την κατάσταση της ευρωζώνης».
Στη χθεσινή γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που «καθιστά σχεδόν βέβαιο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα εξαγγείλει, την επόμενη εβδομάδα, ένα νέο σημαντικό γύρο οικονομικής τόνωσης, μετά από πολύμηνη εσωτερική διαμάχη», αναφέρεται δημοσίευμα-ανταπόκριση από τη Φραγκφούρτη- στην εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς.
Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι «άγνωστο παραμένει με ποιον τρόπο θα πραγματοποιηθεί η ποσοτική χαλάρωση, με την αγορά κρατικών ομολόγων σε μεγάλη κλίμακα, ώστε να διοχετευτεί χρήμα στην οικονομία. Η ΕΚΤ μένει να αποφασίσει το ποσό και το μίγμα των ομολόγων, εάν δηλαδή θα πρέπει να αποκλεισθούν επικίνδυνα κράτη, όπως η Ελλάδα. Θα πρέπει, επίσης, επιλυθούν ακανθώδη θέματα, όπως οι επιφυλάξεις της Γερμανίας, η αντίθεση της οποίας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ αποτέλεσε για καιρό το σημαντικότερο εμπόδιο για την ανάληψη δράσης».
Επίσης, διατυπώνεται κι η άποψη ότι «ένα άλλο σενάριο θα ήταν η αγορά ομολόγων με υψηλή διαβάθμιση και μόνο αυτών, όπως της Γαλλίας, της Φινλανδίας και της Γερμανίας, αποφεύγοντας τα κρατικά ομόλογα από επικίνδυνες οικονομίες, όπως της Πορτογαλίας και της Ελλάδας. Η προσέγγιση αυτή θα κάλυπτε τις ανησυχίες της Γερμανίας, ότι οι φορολογούμενοι θα εκαλούντο να πληρώσουν τον λογαριασμό στην περίπτωση χρεοκοπίας κάποιας από τις χώρες της ευρωζώνης».