Την άποψη ότι το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (ΟΜΤ) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) συνάδει, κατ’ αρχήν, με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατύπωσε σήμερα ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Κρουζ Βιγιαλόν.
Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει η ΕΚΤ στα προγράμματα χρηματοδοτικής βοήθειας (σχεδιασμός, έγκριση και περιοδική εποπτεία), ο εισαγγελέας τονίζει ότι θα μπορούσε, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να θεωρηθεί πως η δράση της ΕΚΤ βαίνει πέραν της απλής «υποστήριξης» της οικονομικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που υπάρξει εφαρμογή του προγράμματος OMT, απαιτείται, προκειμένου αυτό το πρόγραμμα να διατηρήσει τον χαρακτήρα του ως μέτρο νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ να απέχει από κάθε άμεση συμμετοχή στο πρόγραμμα χρηματοδοτικής βοήθειας που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος. Ουσιαστικά, ο εισαγγελέας, με τις προτάσεις του, αμφισβητεί τη συμμετοχή της ΕΚΤ σε πρόγραμμα στήριξης (τρόικα) όταν προχωρά σε επαναγορά ομολόγων του συγκεκριμένου κράτους.
Αυτές οι προτάσεις για ένα πρόγραμμα που ανακοινώθηκε το καλοκαίρι του 2012 παρουσιάζονται σε μία ενδιαφέρουσα συγκυρία, καθώς στις 22 Ιανουαρίου αναμένεται η ΕΚΤ να προβεί σε ανακοινώσεις για νέα «ποσοτική χαλάρωση» που θα αφορά την αγορά κρατικών ομολόγων.
Αφορμή για την παρουσίαση των προτάσεων ήταν το προδικαστικό ερώτημα που έθεσε γερμανικό δικαστήριο.
Ο κ. Βιγιαλόν, με τις σημερινές προτάσεις του, επισημαίνει ότι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ.
Η EKT διαθέτει τεχνικές γνώσεις και πολύτιμες πληροφορίες για την εκπλήρωση του έργου της, οι οποίες, σε συνδυασμό με το κύρος της και τη δημόσια επικοινωνία, της επιτρέπουν να χειρίζεται τις προσδοκίες κατά τρόπο ώστε τα μηνύματα της νομισματικής πολιτικής να φθάνουν πράγματι στην οικονομία. Γι’ αυτόν τον λόγο, o εισαγγελέας εκτιμά ότι «η ΕΚΤ πρέπει να απολαύει ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της ΕΕ, ενώ τα δικαστήρια πρέπει να επιδεικνύουν ορισμένη συγκράτηση κατά τον έλεγχο της δραστηριότητας της ΕΚΤ, καθώς στερούνται της εξειδικεύσεως και της πείρας της ΕΚΤ σε αυτόν τον τομέα».
Ο κ. Βιγιαλόν υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα OMT αποτελεί μη συμβατικό μέτρο οικονομικής πολιτικής. Πάντως, αυτού του είδους τα μη συμβατικά μέτρα πρέπει να τηρούν συγκεκριμένες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου (πχ την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των κρατών- μελών) και ειδικά την αρχή της αναλογικότητας. Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον το πρόγραμμα OMT συνιστά στην πραγματικότητα μέτρο οικονομικής και όχι νομισματικής πολιτικής, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι οι στόχοι του προγράμματος OMT είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτοί και σύμφωνοι με τη νομισματική πολιτική.
Σύμφωνα με τον κ. Βιγιαλόν, η ΕΚΤ πρέπει να αιτιολογήσει δεόντως τη λήψη ενός μη συμβατικού μέτρου όπως το πρόγραμμα OMT, προσδιορίζοντας με σαφήνεια και ακρίβεια τις έκτακτες περιστάσεις που το δικαιολογούν. Συνεπώς, κατά την άποψή του, το πρόγραμμα OMT που συμφωνήθηκε από την ΕΚΤ δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και μπορεί να θεωρηθεί θεμιτό.
Απαντώντας σε ερωτήματα σχετικά με τις επιπτώσεις των σημερινών προτάσεων του εισαγγελέα στη σύνθεση και την εντολή που έχει η τρόικα στις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα, η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ανίκα Μπράϊντχαρτ, περιορίστηκε να πει ότι η Κομισιόν λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη εξέλιξη και αναγνώρισε ότι διεξάγονται συζητήσεις και κυκλοφορούν διάφορες ιδέες στο επίπεδο της Επιτροπής για τον ρόλο και τη μορφή που θα λάβει η τρόικα.