Πόσες φορές έχετε βρεθεί να λέτε «ναι» σε κάτι που μέσα σας ξέρατε πως δεν το θέλατε; Από μια απλή χάρη μέχρι σοβαρές αποφάσεις ζωής, η τάση μας να συμμορφωνόμαστε με τις επιθυμίες των άλλων συχνά ξεπερνά τη δική μας εσωτερική φωνή και επιθυμία.

Αυτό το «ναι», η τάση συμμόρφωσης και υπακοής, σύμφωνα με ειδικούς δεν είναι απλώς μια έκφραση καλοσύνης και ευγένειας, ούτε θέμα προσωπικής αδυναμίας. Είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών, ψυχολογικών και νευρολογικών μηχανισμών, μια συνήθεια βαθιά ριζωμένη στον τρόπο που μεγαλώνουμε, εργαζόμαστε και συνδεόμαστε με τους άλλους ανθρώπους.

Η Sunita Sah, βραβευμένη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Cornell και ειδικός στην οργανωτική ψυχολογία, εξηγεί σε άρθρο της στο Time τους μηχανισμούς πίσω από την τάση μας να λέμε «ναι», το κόστος της ασυλλόγιστης συμμόρφωσης, αλλά και τον τρόπο να επαναπροσδιορίσουμε την αυτονομία μας. Διότι τελικά το σημαντικό δεν είναι στο να συμφωνούμε πάντα, αλλά στο να επιλέγουμε συνειδητά πότε και γιατί λέμε «ναι» ή «όχι».

Μαθήματα υπακοής

Από μικρή ηλικία, οι περισσότεροι από εμάς μαθαίνουμε ότι η υπακοή είναι καλή. Το να λέμε «ναι» θεωρείται ευγενικό και συμφιλιωτικό, ενώ το «όχι» συχνά εκλαμβάνεται ως εγωιστικό ή διαταρακτικό στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτές οι διδαχές διαμορφώνουν τον ψυχισμό, την κοινωνική συμπεριφορά και, σε κάποιο βαθμό, τη νευρολογική μας λειτουργία.

Όταν ανταμειβόμαστε για τη συμμόρφωσή μας, ο εγκέφαλος μας προσφέρει μια «έκρηξη» ντοπαμίνης, του νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται με την ευχαρίστηση. Και αυτή η διαδικασία ενισχύει τις νευρικές οδούς που μας ωθούν να λέμε «ναι».

Αντίθετα, οι πράξεις ανυπακοής, όταν συνοδεύονται από αποδοκιμασία, δεν προσφέρουν καμία τέτοια ανταμοιβή, κάνοντας τις σχετικές νευρικές οδούς πιο αδύναμες ή λιγότερο πιθανό να αναπτυχθούν. Με τον καιρό λοιπόν, η συμμόρφωση γίνεται η προεπιλεγμένη μας αντίδραση.

Αυτή η τάση ενισχύεται σε όλα τα στάδια της ζωής μας. Στο σχολείο, επαινούμαστε για την υπακοή, ενώ η αμφισβήτηση και η ανυπακοή τιμωρείται. Το ίδιο και στην εργασία, όπου η συμμόρφωση είναι ενσωματωμένη στις ιεραρχίες. Το ίδιο και στην κοινωνική ζωή και στην προσωπική ζωή, όπου αυτή η συμπεριφορά καθιστά το άτομο περισσότερο αρεστό. Έτσι, το να πούμε «ναι» γίνεται ευκολότερο, ασφαλέστερο και αναμενόμενο, ενώ το «όχι» μοιάζει με βουτιά κόντρα στο ρεύμα.

Το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής

Σύμφωνα πάντα με τη Sunita Sah, η οποία διευθύνει μια πρωτοποριακή έρευνα για την επιρροή, την εξουσία, τη συμμόρφωση και την ανυπακοή, ένας από τους βασικούς λόγους που λέμε «ναι» είναι η ανάγκη για σύνδεση και αποδοχή. Η κοινωνική πίεση μας ωθεί να προτάσσουμε την αρμονία πάνω από την προσωπική μας κρίση.

Σε πειράματα, συμμετέχοντες συχνά ακολουθούσαν κακές συμβουλές, ακόμη κι όταν γνώριζαν ότι ήταν λανθασμένες, επειδή η φυσική παρουσία και οι συστάσεις των άλλων ενίσχυαν την αίσθηση υποχρέωσης και την απροθυμία διαφοροποίησης.

Αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως «άγχος υπόνοιας» (insinuation anxiety), είναι μια δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που προκύπτει όταν φοβόμαστε ότι η άρνηση ενός αιτήματος θα εκληφθεί ως ένδειξη δυσπιστίας ή ασέβειας.

Το άγχος αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι υποκύπτουν ακόμη και σε υπερβολικές απαιτήσεις ή και συστάσεις που δεν αποδέχονται. Η σκέψη ότι μπορεί να αμφισβητήσουμε τη γνώση, την εμπειρία ή τις προθέσεις κάποιου άλλου είναι τόσο ανησυχητική, που προτιμούμε να πούμε «ναι».

Ηθική ευθύνη και η ριζική διαφορά συμμόρφωσης – συναίνεσης

Η συμμόρφωση συχνά συνδέεται επίσης και με τη μεταβίβαση ευθύνης. Στα περίφημα πειράματα του Στάνλεϊ Μίλγκραμ, οι συμμετέχοντες χορηγούσαν επικίνδυνα ηλεκτρικά σοκ σε αγνώστους (αυτό πίστευαν) επειδή «απλώς ακολουθούσαν εντολές» μιας αυθεντίας – εξουσίας. Πολλοί ήταν εμφανώς στενοχωρημένοι υποδηλώνοντας ότι δεν ήθελαν να συμμορφωθούν, ωστόσο τελικά τα δύο τρίτα δεν μπόρεσαν να απορρίψουν τις οδηγίες του πειραματιστή, δίνοντας προτεραιότητα στην υπακοή σε σχέση με τις δικές τους ηθικές αξίες.

Η τάση να μεταφέρουμε την ηθική ευθύνη σε μια εξουσία είναι γνωστή ως «ηθική εξασθένιση». Συρρικνώνει το αίσθημα ευθύνης μας και μας κάνει να πιστεύουμε πως θα μας απαλλάξει και από τις συνέπειες των πράξεών μας.

Ωστόσο, εάν οι ενέργειες είναι κόντρα στις αξίες μας, φαίνεται πως η συμμόρφωση δεν μας απαλλάσσει από τη λύπη. Η έρευνα της Sunita Sah δείχνει ότι όταν αγνοούμε τη δική μας κρίση, τελικά αισθανόμαστε περισσότερη ευθύνη για τις αρνητικές συνέπειες, όχι λιγότερη.

Η διαφορά μεταξύ συμμόρφωσης και πραγματικής συναίνεσης είναι ουσιώδης: Η συμμόρφωση είναι μια παθητική αντίδραση στις πιέσεις, ενώ η συναίνεση απαιτεί συνειδητή και ενημερωμένη απόφαση, βασισμένη στις αξίες μας.

Η τέχνη της άρνησης

Η ανυπακοή – άρνηση συχνά παρεξηγείται. Πολλοί τη συνδέουν με ένταση ή σύγκρουση, όμως, όπως και η συναίνεση, η πραγματική ανυπακοή είναι συνειδητή και προσωπική. Απαιτεί αναγνώριση της δυσφορίας, αναστοχασμό και αποφασιστικά βήματα προς την ευθυγράμμιση των πράξεών μας με τις αξίες μας.

Όπως επισημαίνει η Sunita Sah, που έχει γράψει και το βιβλίο «Defy: The Power of No in a World That Demans Yes», η ανάπτυξη αυτής της δεξιότητας απαιτεί εξάσκηση. Δυστυχώς, η κοινωνία σπάνια μας δίνει χώρο να εξασκηθούμε. Χωρίς πρακτική, καταλήγουμε απλώς να λέμε «ναι» από συνήθεια. Η εξάσκηση ξεκινά με την κατανόηση ότι η δυσφορία είναι ένα σήμα, μια υπενθύμιση να σταματήσουμε και να σκεφτούμε πριν απαντήσουμε.

Το κόστος της άβουλης συμμόρφωσης, η σημασία της αυθεντικότητας

Η συμμόρφωση έχει κόστος: διαβρώνει την αίσθηση της αυτονομίας, μας απομακρύνει από τις αξίες μας και μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη, τόσο για εμάς όσο και για τους άλλους. Αντίθετα, η ευθυγράμμιση των πράξεών μας με τις αξίες μας δημιουργεί έναν κόσμο όπου η αυθεντικότητα υπερισχύει της «μηχανικής» και «απερίσκεπτης» υπακοής.

Το να πούμε «ναι» μπορεί να είναι η προεπιλογή, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να γίνεται κανόνας. Αντί για αυτό μπορούμε να ενθαρρύνουμε την αλήθεια, τον σεβασμό και την αυθεντικότητα, είτε αυτό κατά περίπτωση οδηγεί στη συναίνεσης και την υπακοή, είτε στην άρνηση.