Ποσοστό 40% των επιχειρήσεων, παγκοσμίως, θα επιδιώξουν εξαγορές κατά τους επόμενους 12 μήνες, καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό της τελευταίας τριετίας, σύμφωνα με έρευνα της Ernst & Young (ΕΥ) «Global Capital Confidence Barometer», η οποία αποτυπώνει τις απόψεις 1.600 ανώτατων στελεχών σε περισσότερες από 60 χώρες.
Οι βελτιωμένες συνθήκες της αγοράς και η αύξηση του αριθμού των υπό εξέταση συμφωνιών αναμένεται να οδηγήσει τον αριθμό των συμφωνιών Συγχωνεύσεων και Εξαγορών (Σ&Ε) στα προ κρίσης επίπεδα του 2006, μετά από μια πενταετή κάμψη, εκτιμά η μελέτη.
Ενώ το 2014 κυριάρχησαν οι μεγάλες συμφωνίες υψηλού προφίλ, η έρευνα προβλέπει ότι η αύξηση στη δραστηριότητα Σ&Ε θα προέλθει από μεσαίου μεγέθους συμφωνίες. Σχεδόν τα δύο τρίτα (60%) των ερωτηθέντων αναμένουν περαιτέρω αύξηση του αριθμού των συμφωνιών κατά το επόμενο 12μηνο, μετά από μια ήδη σχετικά καλή χρονιά για τις Σ&Ε.
Η αύξηση του αριθμού των συμφωνιών που εξετάζονται από τις επιχειρήσεις είναι η πιο σαφής ένδειξη της μελλοντικής δραστηριότητας. Οι υπό εξέταση συμφωνίες αυξήθηκαν κατά 30% από τον Απρίλιο. Επιπλέον, το 66% των στελεχών εκτιμά ότι ο αριθμός τους θα αυξηθεί περαιτέρω κατά τους επόμενους 12 μήνες, ποσοστό διπλάσιο από όσους διακινδύνευαν μια παρόμοια πρόβλεψη πριν έξι μήνες.
Επίσης, πάνω από το 50% των συμμετεχόντων στην έρευνα προβλέπει αύξηση των επιθετικών εξαγορών. Η αισιόδοξη αυτή διάθεση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σταθερότητα τόσο του οικονομικού περιβάλλοντος, όσο και των αποτιμήσεων των εταιρειών. Η απόκλιση μεταξύ αποτιμήσεων πωλητών και αγοραστών παραμένει σταθερή, ενώ, σύμφωνα με το 50% των στελεχών, η μικρή αυτή απόκλιση ενθαρρύνει την ολοκλήρωση συμφωνιών βραχυπρόθεσμα.
Η έντονη δραστηριότητα Σ&Ε ενισχύεται και από το κλίμα εμπιστοσύνης στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών στο διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον. Ο αριθμός των στελεχών που χαρακτηρίζουν την παγκόσμια οικονομία ως σταθερή, έχει σχεδόν διπλασιαστεί μέσα σε ένα χρόνο (από 24% σε 44%). Τα γεωπολιτικά ζητήματα παραμένουν η μεγαλύτερη ανησυχία για το 37% των στελεχών, από 30% πριν από έξι μήνες. Ωστόσο, η ανησυχία αυτή αντισταθμίζεται από μια εντυπωσιακή αύξηση του θετικού κλίματος ως προς τα εταιρικά κέρδη, από 43% σε 77% μέσα σε 12 μήνες και τον τριπλασιασμό της εμπιστοσύνης στη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα της αγοράς, από 21% σε 64% στο ίδιο διάστημα.
Η αυξανόμενη επιρροή του μετοχικού ακτιβισμού συντείνει στην ανάδειξη της διαχείρισης του κόστους ως κρίσιμου συστατικού των αναπτυξιακών στρατηγικών. Το 48% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η μείωση του κόστους έχει ενταχθεί στην ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων των διοικητικών συμβουλίων, ως αποτέλεσμα των πιέσεων των ακτιβιστών- μετόχων. Η εστίαση στο κόστος ενθαρρύνει Σ&Ε που ενισχύσουν τις βασικές δραστηριότητες.
Ενώ η πλειοψηφία των εταιρειών επικεντρώνονται στην απόκτηση συμπληρωματικών επιχειρήσεων, πάνω από το ένα τρίτο (37%) εξακολουθούν να εκτιμούν ότι θα προχωρήσουν σε μετασχηματιστικές συμφωνίες, με τις μεγάλες εταιρείες των ΗΠΑ να ξεχωρίζουν σε αυτόν τον τομέα. Συνεπώς, ενώ οι μεγάλες συμφωνίες θα παραμείνουν στο προσκήνιο, η μέχρι σήμερα υποτονική αγορά των μεσαίου μεγέθους συμφωνιών θα μπει δυναμικά στο παιγνίδι, εκτιμά η μελέτη.
Η εικόνα μεταξύ ώριμων και αναδυόμενων αγορών παραμένει ισορροπημένη. Αναμένεται ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία και η Αυστραλία θα είναι οι βασικοί αγοραστές. Συγχρόνως, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ινδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ είναι οι πέντε κορυφαίοι προορισμοί των επενδυτικών επιλογών.
Οι τομείς με το υψηλότερο ενδιαφέρον για εξαγορές είναι της αυτοκινητοβιομηχανίας, της τεχνολογίας, της υγείας, των τηλεπικοινωνιών και των καταναλωτικών προϊόντων.