Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς ότι η αναταραχή που σημειώθηκε την περασμένη εβδομάδα στις διεθνείς αγορές σηματοδοτεί την επιστροφή της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Με εξαίρεση την Ελλάδα, τα σπρεντ στην ευρωζώνη δεν σημείωσαν αξιόλογη μεταβολή. Αυτό που έγινε λοιπόν ήταν κάτι μάλλον διαφορετικό. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντέδρασαν στο ενδεχόμενο μιας οικονομικής ύφεσης σε όλη την ευρωζώνη με πολύ χαμηλό πληθωρισμό που θα διαρκέσει τα επόμενα 10 με 20 χρόνια.
Με άλλα λόγια, οι επενδυτές δεν ανησυχούν σήμερα για την αξιοπιστία μιας χώρας-μέλους. Αλλά το σημερινό σενάριο δεν είναι λιγότερο ανησυχητικό. Σε όλη την Ευρώπη παρατηρούνται σήμερα μια υψηλή ανεργία, μια αυξανόμενη φτώχεια, μια στασιμότητα των μισθών, ένα χρέος που δεν μειώνεται και μια κατάσταση των δημοσίων υπηρεσιών που επιδεινώνεται. Ένα παράδειγμα είναι η κατάσταση του γερμανικού στρατού: από τα 254 μαχητικά αεροσκάφη της Λουφτβάφε, τα 150 δεν μπορούν να πετάξουν.
Η στασιμότητα της ευρωζώνης επηρεάζει τον υπόλοιπο πλανήτη σε διάφορα επίπεδα, γράφει ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου στους Financial Times. Η Βρετανία μπορεί να γλιτώσει, δεν αποκλείεται όμως να παρασυρθεί κι αυτή από την οικονομία της ευρωζώνης. Το μεγαλύτερο πλήγμα θα το υποστούν οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που δεν χρησιμοποιούν το ευρώ, και είναι παγιδευμένες ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη. Η τιμή του πετρελαίου δύσκολα θα ανακάμψει σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης. Και η Ρωσία δύσκολα θα ζήσει με μια χαμηλή τιμή του πετρελαίου.
Η μακροχρόνια στασιμότητα – η ιδέα δηλαδή ότι η χρόνια έλλειψη επενδύσεων οδηγεί σε μια μακρά περίοδο χαμηλής ζήτησης – έχει όμως ανησυχητικές επιπτώσεις και για τους χρηματοπιστωτικούς επενδυτές. Οι πρόσφατες υψηλές τιμές των μετοχών βασίστηκαν στις υποθέσεις ότι τα επίπεδα της παραγωγικότητας θα επιστρέψουν στους ιστορικούς μέσους όρους και ότι το ΑΕΠ θα επιστρέψει σε τιμές προ κρίσης. Τίποτα από τα δύο δεν αναμένεται τελικά να συμβεί.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αντιμετωπίζει νομικά προβλήματα και να διστάζει να προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση, οι πολιτικοί της ευρωζώνης βρίσκονται αντιμέτωποι με τρεις επιλογές. Η πρώτη είναι να μετατρέψουν την ευρωζώνη σε μια πολιτική ένωση, να προχωρήσουν δηλαδή στην έκδοση ευρωομολόγων, σε μια μικρή δημοσιονομική ένωση και σε μια πραγματική τραπεζική ένωση. Η δεύτερη επιλογή είναι να αποδεχθούν τη μακροχρόνια στασιμότητα, με όλες τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει. Και η τρίτη είναι να διαλύσουν την ευρωζώνη.
Ο Λάρι Έλιον της Guardian συμφωνεί: η πτώση των διεθνών αγορών οφείλεται κατά κύριο λόγο στα προβλήματα της Ευρώπης. Οι ελπίδες ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα ανακάμψει φαίνεται να έχουν εγκαταλειφθεί. Μέχρι τώρα, οι αγορές φαίνονταν να αρκούνται στο γεγονός ότι ο πυρήνας της ευρωζώνης – η Γερμανία – πήγαινε καλά. Τα πρόσφατα στοιχεία όμως δείχνουν ότι η μικρή ανάπτυξη σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία έχει επιπτώσεις και στη Γερμανία. Και οι αγορές δεν πιστεύουν πλέον ότι η νομισματική πολιτική, δηλαδή η χρησιμοποίηση των επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης για τη ρύθμιση της τιμής και της ποσότητας του χρήματος, μπορεί να φέρει αποτελέσματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η σημαντικότερη αγορά του κόσμου: έχει πάνω από 500 εκατομμύρια καταναλωτές, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται σε σχετικά καλή οικονομική κατάσταση. Η χαμηλή ζήτηση λοιπόν στην ευρωζώνη σημαίνει χαμηλή ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο.
Πολλοί συγκρίνουν την Ευρώπη με την Ιαπωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα φθίνοντα πληθυσμό, χαμηλή ανάπτυξη και αποπληθωρισμό. Ίσως όμως να είναι πιο επιτυχής η σύγκριση της Ευρώπης με την Ιταλία, η οποία έχει χαμηλά ποσοστά γεννητικότητας και ένα βιοτικό επίπεδο χειρότερο απ’ ό,τι στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Και αυτή η σύγκριση δεν είναι καθόλου μα καθόλου καθησυχαστική.