Το ρωσικό εμπάργκο δημιούργησε έντονες πιέσεις στις ελληνικές εξαγωγές. Πέραν του αγροτοδιατροφικού τομέα, το αρνητικό διεθνές περιβάλλον επέδρασε αρνητικά σε όλους σχεδόν του εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα την υποχώρηση της συνολικής αξίας των εξαγωγών κατά 5,9% στα 2,05 δισ. ευρώ φέτος τον Αύγουστο (από 2,18 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2013). Μάλιστα, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών προκύπτει ακόμη μεγαλύτερη μείωση κατά 6,1%, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της ΕΛ-ΣΤΑΤ.
Από σχετική ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), προκύπτει υποχώρηση σε όλες σχεδόν τις βασικές κατηγορίες εξαγόμενων προϊόντων, με εξαίρεση τα βιομηχανικά (+0,2%) και τα εμπιστευτικά προϊόντα (+6,9%).
Πιο συγκεκριμένα, οι αρνητικές επιπτώσεις του ρωσικού εμπάργκο ανέτρεψαν το θετικό κλίμα στον κλάδο των τροφίμων (-1,8%), ενώ εντάθηκαν οι πιέσεις και στις εξαγωγές ελαιολάδου (-39,2%), που αφορούσαν τα τελευταία αποθέματα μίας χρονιάς εξαιρετικά περιορισμένης συνολικής παραγωγής. Από τους υπόλοιπους ξεχωρίζει η υποχώρηση των χημικών προϊόντων (-3,3%) και των διάφορων βιομηχανικών (-7,8%), καθώς και των πρώτων υλών (-2,1%), ενδείξεις υποχώρησης της βιομηχανικής παραγωγής και σε σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας.
Η νέα υποχώρηση στη συνολική αξία των εξαγωγών ενίσχυσε τους πτωτικούς τους ρυθμούς των εξαγωγών και σε επίπεδο 12μήνου, στο 6,4%, σε σχέση με την περίοδο Σεπτέμβριος 2012- Αύγουστος 2013.
Ειδικά για τον περασμένο Αύγουστο, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 8,8% προς τις χώρες της ΕΕ και κατά 3,5% προς τις Τρίτες Χώρες. Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, καθώς οι εξαγωγές υποχώρησαν κατά 7,7% προς τις χώρες της ΕΕ και κατά 3,4% προς τις Τρίτες Χώρες.
Ως αποτέλεσμα, αυτών των κινήσεων, το μερίδιο των εξαγωγών προς τις χώρες της ΕΕ διαμορφώθηκε στο 43,7%, έναντι 56,3% των Τρίτων Χωρών. Αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, η σχέση που διαμορφώνεται δίνει σαφές προβάδισμα στις ευρωπαϊκές αγορές με ποσοστό 62,2%% έναντι 37,8% των Τρίτων Χωρών, αλλά η διαφορά περιορίζεται σημαντικά υπέρ των χωρών που βρίσκονται εκτός ΕΕ.