Μηχανισμό έκτακτης ανάγκης για τον ανεφοδιασμό της Ευρώπης με φυσικό αέριο, προτείνει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής Γιάννης Μανιάτης, σε συνέντευξή του στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt. Ο ίδιος, πάντως, δηλώνει αισιόδοξος ότι τελικά θα βρεθεί μια κοινή λύση για την Ευρώπη, την Ουκρανία και τη Ρωσία.
«Η Ελλάδα προμηθεύεται το 60% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία. Οι αγωγοί περνάνε μέσα από την Ουκρανία. Έχουμε επεξεργαστεί διαφορετικά σενάρια κρίσης. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξουν πολύ σοβαρά προβλήματα για την οικονομία μας ή για τα νοικοκυριά. Διαθέτουμε, ευτυχώς, έναν αποτελεσματικό σταθμό υγροποιημένου αερίου κοντά στην Αθήνα, τον οποίο τώρα εκσυγχρονίζουμε. Από αυτόν μπορούν να επωφεληθούν και οι γειτονικές χώρες, στην περίπτωση που προκύψουν δυσκολίες», σημειώνει ο κ. Μανιάτης.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικώς με το τι θα μπορούσε να κάνει η Ευρώπη, αναφέρει ότι σε επιστολή προς τον αρμόδιο επίτροπο για θέματα Ενέργειας, Γκίντερ Έτινγκερ, έχει προτείνει τη δημιουργία μηχανισμού έκτακτης ανάγκης.
«Η θεμελιώδης αρχή είναι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Από τα 28 κράτη της Ε.Ε. υπάρχουν δέκα ή δώδεκα που εξαρτώνται από προμήθειες φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, τα υπόλοιπα όχι. Πρέπει αυτά (τα τελευταία) να βοηθήσουν τα υπόλοιπα και να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να ισοσκελιστούν ενδεχόμενες δυσχέρειες στην τροφοδοσία από τους αγωγούς, μέσω της βέλτιστης αξιοποίησης της διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας υγροποιημένου αερίου», επισημαίνει και προσθέτει ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνον από κοινού. «Χρειαζόμαστε έναν μηχανισμό, ο οποίος θα διασφαλίζει ότι το πλεονάζον φυσικό αέριο δεν θα εξάγεται τώρα σε τρίτες χώρες, αλλά θα διατίθεται για τις δικές μας ανάγκες στην Ευρώπη», εξηγεί ο υπουργός ΠΕΚΑ, λέγοντας ενδεικτικά ότι από τον ελληνικό σταθμό θα μπορούσαν να εφοδιάζονται γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία. «Η ιδέα είναι εμείς στην Ευρώπη να χρησιμοποιούμε από κοινού τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνατότητες υγροποιημένου αερίου», δηλώνει.
Σε ό,τι αφορά τις μακροπρόθεσμες δράσεις, ο κ. Μανιάτης εκτιμά ότι στην κρίση ενυπάρχει μία ευκαιρία, εάν χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία μίας στενότερης, κοινής ενεργειακής πολιτικής στην Ε.Ε. «Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Τώρα φαίνεται όχι μόνο πόσο σημαντική είναι η διαφοροποίηση της ενεργειακής τροφοδοσίας μας, αλλά επίσης η καλύτερη δικτύωση της Ευρώπης με γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος και αγωγούς», καταλήγει.