Να εξαντλήσει κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα με τη ρωσική πλευρά, ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε μέτρο απαγόρευσης εισαγωγής ελληνικών, ιδίως δε νωπών, προϊόντων στη Ρωσία, ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση οι σύνδεσμοι Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) και Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT-HELLAS.
Η ανακοίνωσή τους εκδόθηκε με αφορμή την πρόσφατη απόφαση της Ρωσίας για την απαγόρευση των εισαγωγών φρούτων και λαχανικών από την Πολωνία, αρχής γενομένης από σήμερα. Όπως επισημαίνουν, η απαγόρευση αυτή αναμένεται να έχει εφαρμογή και στα τρόφιμα που διακινούνται μέσω Πολωνίας και, άρα, ο φόβος είναι ότι θα επηρεαστούν οι ελληνικές εξαγωγές λόγω υψηλότερου μεταφορικού κόστους.
Σε κάθε περίπτωση, οι ανησυχίες του ΣΕΒΕ και του INCOFRUIT εντείνονται, καθώς όπως υποστηρίζουν, «υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η Ρωσία να επεκτείνει τους περιορισμούς σε όλες τις χώρες της ΕΕ, επικαλούμενη κυρίως ποιοτικά και φυτοϋγειονομικά προβλήματα στα εισαγόμενα προϊόντα, με την Ελλάδα να βρίσκεται στο στόχαστρο».
ΣΕΒΕ και INCOFRUIT επισημαίνουν ακόμη ότι σε περίπτωση συνέχισης και επέκτασης του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΕΕ-Ρωσίας -και εφόσον ελληνικά και γενικότερα κοινοτικά νωπά προϊόντα μείνουν αδιάθετα και ουσιαστικά καταστραφούν- θα πρέπει να ληφθούν μέτρα στήριξης από την ΕΕ για όλους τους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα παραγωγής-διάθεσης αυτών των προϊόντων (παραγωγούς-τυποποιητές/διακινητές, μεταποιητές, εμπόρους).
Η Ρωσία αποτελεί τα τελευταία χρόνια αγορά-στόχο για τους έλληνες εξαγωγείς με την αξία των εξαγωγών ωστόσο να μην υπερβαίνει διαχρονικά τα 0,5 δισ. ευρώ. Ένα μεγάλο ποσό των ελληνικών εξαγωγών προς Ρωσία προέρχεται από τον αγροδιατροφικό κλάδο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Eurostat, οι εξαγωγές τροφίμων-ποτών στη Ρωσία το 2013 ανήλθαν σε 162 εκατ. ευρώ, αποτελώντας το 3,7% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών του κλάδου στον κόσμο και το 40% των ελληνικών εξαγωγών στη συγκεκριμένη αγορά.
Ειδικότερα, οι εξαγωγές νωπών λαχανικών και φρούτων την προηγούμενη χρονιά (2013) στη Ρωσία έφτασαν τα 108 εκατ. ευρώ, αποτελώντας το 12,8% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών του κλάδου στον κόσμο.
Με βάση μάλιστα στοιχεία από τις ρωσικές αρχές, η Ελλάδα κατατάσσεται ως ο 17ος προμηθευτής της Ρωσίας. Σύμφωνα με στοιχεία της, το 2013 πάνω από 140.000 τόνοι εξήχθησαν στη Ρωσία, από τους οποίους 122.000 τόνοι απευθείας εξαγωγή από Ελλάδα, ενώ περίπου 20.000 τόνοι προήλθαν από προωθήσεις από τη Λιθουανία, τη Μολδαβία και άλλες χώρες. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, από 43.000 τόνους το 2004, το 2012 οι εισαγωγές από την χώρα μας ανήλθαν στους 158.000 τόνους.
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο των παρασκευασμένων λαχανικών και φρούτων, οι εξαγωγές της χώρας μας το 2013 προς τη Ρωσία ανήλθαν σε 25,6 εκατ. ευρώ και ειδικότερα της κομπόστας ροδάκινου τα 5,3 εκατ. Επίσης, σημαντικό είναι το γεγονός ότι κατά το τελευταίο έτος το 41% των συνολικών εξαγωγών νωπού ροδάκινου κατευθύνθηκε στην αγορά της Ρωσίας (αξία 34,5 εκατ. ευρώ). Κυριότερο εξαγωγικό ελληνικό φρούτο αυτή την εποχή στη Ρωσία είναι το ροδάκινο, οι δε αντίστοιχες εξαγωγές βρίσκονται περίπου στο μέσο της τρέχουσας εμπορικής περιόδου.
Αυτό που τονίζουν ο ΣΕΒΕ και ο ΙNCOFRUIT είναι το γεγονός ότι στην απόφαση της ΕΕ για επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα των χωρών μελών και οι επιπτώσεις στην οικονομία τους.
«Η Ελλάδα και οι εξαγωγείς του αγροδιατροφικού κλάδου έχουν αναπτύξει και επιδιώκουν να διευρύνουν περαιτέρω τα μερίδια τους στη ρωσική αγορά, όντας πιο εξαρτημένοι από τη συγκεκριμένη αγορά σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαίους εταίρους της. Ρωσία και Ελλάδα έχουν αναπτύξει μακροχρόνιες εμπορικές και εν γένει οικονομικές σχέσεις και συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς, τα δε ελληνικά νωπά προϊόντα έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση των ρώσων καταναλωτών λόγω της παραδοσιακά υψηλής ποιότητας, ασφάλειας και γεύσης τους», υπογραμμίζεται σε σχετική ανακοίνωση.
Τονίζεται μάλιστα ότι οποιαδήποτε σχετική απαγόρευση θα έχει πολλαπλάσιες επιπτώσεις τόσο στο εισόδημα των παραγωγών, όσο και στους έλληνες εξαγωγείς. Αυτό αναμένεται να συμβεί αφενός επειδή θα χαθεί το μερίδιο αγοράς που έχει κατακτηθεί (καθώς η ρωσική πλευρά θα στραφεί σε εναλλακτικούς προμηθευτές αγροτικών προϊόντων) και αφετέρου διότι δεν θα μπορέσουν να διοχετευθούν τα αδιάθετα ευπαθή προϊόντα σε άλλες αγορές, αφού, σε περίπτωση επέκτασης των περιορισμών από τη ρωσική πλευρά, αυτές θα κατακλυστούν από αντίστοιχα προϊόντα σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, επηρεάζοντας μάλιστα το σύνολο των τιμών και της ζήτησης όλων των νωπών.