Η γαλλική τράπεζα BNP Paribas παραδέχθηκε χθες την ενοχή της όσον αφορά δύο ποινικά αδικήματα και συμφώνησε να καταβάλλει σχεδόν 9 δισ. δολάρια. Με τον τρόπο αυτό θα διευθετήσει τις καταγγελίες ότι παραβίασε αμερικανικούς νόμους για κυρώσεις και επέτρεψε τις δραστηριότητες τρομοκρατών και καταχραστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Σουδάν και άλλες χώρες.
Σε μία πρωτοφανή κίνηση, οι αμερικανικές εποπτικές αρχές απαγόρευσαν επίσης στη BNP να κάνει για ένα χρόνο ορισμένες συναλλαγές με το αμερικανικό δολάριο, που αποτελούν πολύ σημαντικό τμήμα της διεθνούς δραστηριότητας της γαλλικής τράπεζας.
Οι αρχές δήλωσαν ότι οι αυστηρές ποινές είναι δικαιολογημένες, εξ αιτίας των διαρκών και εσκεμμένων παραβιάσεων από την πλευρά της BNP και της επιθυμίας της τράπεζας να θέτει σε πρώτη προτεραιότητα τα κέρδη της, ακόμη και αφού αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν την τράπεζα για την υποχρέωσή της να κάνει ελέγχους για παράνομες ροές χρημάτων.
Η γαλλική τράπεζα λειτουργούσε ουσιαστικά ως «η κεντρική τράπεζα της κυβέρνησης του Σουδάν», συγκάλυπτε τα ίχνη της και απέφυγε να συνεργαστεί, όταν για πρώτη φορά ενημερώθηκε από τις αστυνομικές Αρχές, δήλωσε ο Αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας Τζέιμς Κολ κατά την ανακοίνωση του διακανονισμού.
Ο γενικός σύμβουλος της BNP Ζορζ Ντιρανί έκανε μία σύντομη εμφάνιση στο δικαστήριο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης για να παραδεχθεί την ενοχή όσον αφορά τις κατηγορίες για την παραποίηση στοιχείων των συναλλαγών και τη συνωμοσία.
Οι αμερικανικές αρχές διαπίστωσαν επίσης ότι η BNP παρέκαμψε τις κυρώσεις κατά οργανισμών στο Ιράν και την Κούβα, εν μέρει αφαιρώντας πληροφορίες από τα στοιχεία των συναλλαγών, ώστε να μπορούσαν να περάσουν από το αμερικανικό σύστημα χωρίς να ανιχνεύονται. Η τράπεζα παραδέχθηκε ότι με τους σουδανούς πελάτες της δημιούργησε ειδικά συστήματα πληρωμών που κατηύθυναν τις συναλλαγές μέσω δορυφορικών τραπεζών για να μη φαίνεται η προέλευσή τους.
Οι ποινές κατά της μεγαλύτερης γαλλικής τράπεζας είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που επιβλήθηκαν στην ελβετική τράπεζα Credit Suisse τον Μάιο, η οποία ήταν η μεγαλύτερη εδώ και δεκαετίες τράπεζα που αναγνώρισε την ενοχή της σε αμερικανικό ποινικό κατηγορητήριο, για τη βοήθειά της στη φοροδιαφυγή Αμερικανών πολιτών.
Δεν υπήρξαν κατηγορίες κατά φυσικών προσώπων στην περίπτωση της BNP, αλλά οι αμερικανικές Αρχές δήλωσαν ότι δεν έχουν ολοκληρώσει τις έρευνές τους.
Η BNP ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει μία ειδική επιβάρυνση ύψους 5,8 δις. ευρώ (7,91 δις. δολαρίων) για το δεύτερο τρίμηνο του έτους και ότι θα έχει σήμερα μία τηλεφωνική διάσκεψη με επενδυτές. «Λυπούμαστε ιδιαίτερα για την προηγούμενη κακή διαχείριση που οδήγησε σε αυτό τον διακανονισμό. Ανακοινώσαμε σήμερα ένα συνολικό σχέδιο για την ενίσχυση των εσωτερικών ελέγχων και διαδικασιών μας», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της τράπεζας Ζαν Λοράν Μπονάφ.
Η BNP θα πρέπει να αναστείλει για όλο το 2015 τις εργασίες της για τον διακανονισμό σε δολάρια μέσω του καταστήματός της στη Νέα Υόρκη και άλλων αμερικανικών θυγατρικών της, για όλες τις δραστηριότητες όπου γινόταν κακή διαχείριση, δήλωσαν οι Αρχές.
Η προσωρινή απαγόρευση μπορεί να προκαλέσει αποχώρηση των πελατών της γαλλικής τράπεζας και δεν είναι σαφές πώς θα την αντιμετωπίσει. Επιπλέον, η BNP θα πρέπει να απαγορεύσει για δύο χρόνια όλες τις εκκαθαρίσεις στο αμερικανικό νόμισμα ως ανταποκρίτρια τράπεζα για τρίτες τράπεζες που δεν έχουν υποκαταστήματα στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο.
Εσωτερικά κείμενα της τράπεζας έδειξαν ότι αξιωματούχοι της BNP, αν και γνώριζαν για την ανθρωπιστική κρίση στο Σουδάν και τους δεσμούς της κυβέρνησης της χώρας με τον ιδρυτή της Αλ Κάιντα Οσάμα Μπιν Λάντεν, επέλεξαν να συνεχίσουν να κάνουν δουλειές με το Σουδάν, επειδή αυτές ήταν οικονομικά ελκυστικές.
Η εποπτική Αρχή των γαλλικών τραπεζών ACPR δήλωσε ότι η τράπεζα μπορεί να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις χωρίς να διακινδυνεύσει την οικονομική ευρωστία της και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν δήλωσε ότι η τράπεζα «θα συνεχίσει να μπορεί να χρηματοδοτεί την οικονομική δραστηριότητα» στη Γαλλία.