Οι αγορές και η οικονομία απεχθάνονται τις εκπλήξεις και ειδικά τις δυσάρεστες. Η ανασφάλεια αποτελεί το κυριότερο ανασταλτικό παράγοντα της οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας. Ανεξάρτητα αν αναφερόμαστε στην επένδυση, στην κατανάλωση ή στην αποταμίευση η αβεβαιότητα ακυρώνει την αποδοτικότητα τους. Πρέπει λοιπόν να λεχθούν κάποιες αλήθειες προκειμένου να προσαρμοστούν οι καταναλωτές, οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες για τις μελλοντικές εξελίξεις. Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινιστεί σε ποιους παράγοντες εδράζεται η αισιοδοξία για την σχετικά γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας στην αναπτυξιακή τροχιά.

Τα τελευταία δέκα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε από την βιομηχανία, το λιανικό εμπόριο, τις κατασκευές, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τον τουρισμό και την γεωργία. Αν εξαιρέσει κανείς τον τουρισμό προκύπτει το ερώτημα ποιες θα ήταν αυτές οι δραστηριότητες οι οποίες μπορούν το επόμενο δωδεκάμηνο να λειτουργήσουν σαν ατμομηχανή και να επαναφέρουν την ελληνική οικονομία στην αναπτυξιακή τροχιά.

Στην συνέχεια πρέπει να γίνει ξεκάθαρο αν τα επόμενα τέσσερα χρόνια μπορεί η ελληνική οικονομία να διαχειριστεί και να εξυπηρετήσει τα συνολικά τοκοχρεολύσια. Μόνο έτσι θα σταματήσουν οι ανυπόστατες φήμες για το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας.

Η ελληνική οικονομία δεν λειτούργησε ποτέ με δημοσιονομικό έλλειμμα 3%. Και αυτό είναι λογικό σε μια οικονομία όπου ο δημόσιος τομέας συνεισφέρει πάνω από 60% του ΑΕΠ. Τις περισσότερες φορές με το εργαλείο της δημιουργικής λογιστικής προσεγγίζαμε το 3% αλλά στην πραγματικότητα απέχαμε αρκετά. Το λογικό ερώτημα που προκύπτει είναι ποια θα είναι εκείνα τα μέτρα της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής που θα επιφέρουν μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 8% του ΑΕΠ σήμερα στο 3% τα επόμενα χρόνια.

Στον νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο μετά την αναθεώρηση της συνθήκης της Λισαβόνας η θέση της Ελλάδος στην ΟΝΕ θεωρείται εξαιρετικά επισφαλής. Στο προτεινόμενο σχέδιο από τον γαλλογερμανικό άξονα η επιδείνωση των οικονομικών δεικτών για μια χώρα μέλος της ΟΝΕ θα την οδηγεί στην ουσιαστική απομόνωση. Επομένως είναι πολύ λογικό να περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση η Ελλάδα αν τελικά επικρατήσει η άποψη της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ένα από τα βασικά στοιχεία για την επιτυχία των σταθεροποιητικών προγραμμάτων τέτοιας έκτασης είναι η κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Για την διαμόρφωσή της όμως χρειάζεται να είναι γνωστό στους κοινωνικούς και στους πολιτικούς εταίρους αλλά ακόμα και στους απλούς πολίτες ποιος είναι ο στόχος του προγράμματος σταθεροποίησης και ποια η προοπτική έτσι ώστε να αιτιολογούνται οι θυσίες. Στην αντίθετη περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της κοινωνικής αντίδρασης και της αποσταθεροποίησης ενεργοποιώντας τα αμυντικά αντανακλαστικά διαφόρων κοινωνικών ομάδων.

Διονύσης Χιόνης
Καθηγητής οικονομικών ΔΠΘ