Την ερχόμενη εβδομάδα θα δημοσιοποιήσει η Τράπεζα της Ελλάδος τα αποτελέσματα των «stress tests» σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, σύμφωνα με τον διοικητή της Γιώργο Προβόπουλο.
Όπως ανέφερε ο κ. Προβόπουλος από το βήμα της γενικής συνέλευσης η BlackRock στην τρέχουσα άσκηση, αξιολόγησε στοιχεία με μεγαλύτερη ανάλυση για τα εγχώρια χαρτοφυλάκια των δανείων, ενώ παρέσχε επίσης εκτίμηση για τα δάνεια των μεγαλύτερων θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό.
Αυτή τη φορά, η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποίησε ως εξωτερικούς συμβούλους τις εταιρείες Ernst&Young και Rothschild. Με στόχο την πλήρη διαφάνεια, την ερχόμενη εβδομάδα η Τράπεζα της Ελλάδος θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα της άσκησης, μαζί με αναλυτικές λεπτομέρειες της μεθοδολογίας και των σεναρίων που χρησιμοποιήθηκαν.
Στο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει, στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος θα έχουν συναντήσεις με στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με αντικείμενο τις τεχνικές λεπτομέρειες που σχετίζονται με τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της άσκησης.
Αναφερόμενος στις τραπεζικές εξελίξεις ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επεσήμανε ότι πλέον το τοπίο έχει αλλάξει, προσθέτοντας ότι τα διαθέσιμα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, (περίπου 8 δισ.ευρω) επαρκούν για να καλύψουν τυχόν κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών.
Εκτίμησε ωστόσο ότι και το 2104 οι δυνατότητες πιστωτικής επέκτασης (αύξησης των δανείων) θα παραμείνουν για μία σειρά από λόγους περιορισμένες.
Πρώτον, διότι οι καθαρές εισροές καταθέσεων παραμένουν χαμηλές.
Δεύτερον, διότι ο λόγος των δανείων προς τις καταθέσεις είναι ανάγκη να διατηρείται σε συντηρητικό επίπεδο.
Τρίτον, διότι η συσσώρευση δανείων σε καθυστέρηση αποθαρρύνει την χορήγηση νέων πιστώσεων.
Τέταρτον, διότι η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τη ρευστότητα που χορηγεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραμένει υψηλή.
Παρά ταύτα προέτρεψε τις τράπεζες να αναπροσανατολίσουν την πολιτική τους, ώστε να αποφευχθούν οι τάσεις που παρατηρήθηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν ένα μεγάλο μέρος των πιστώσεων κατευθύνθηκε προς επενδύσεις σε κατοικίες και κατανάλωση.
Οι νέες πιστώσεις θα πρέπει να κατευθύνονται πλέον σε δυναμικές επιχειρήσεις με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας και προοπτικές ανάπτυξης.
Η περιορισμένη ρευστότητα θα πρέπει, δηλαδή, να κατευθύνεται στην πραγματική οικονομία με τρόπο που μεγιστοποιεί τις αναπτυξιακές της δυνατότητες. Θα ήταν ανώφελο και επικίνδυνο, είπε χαρακτηριστικά, αδύναμες και μη βιώσιμες επιχειρήσεις και κορεσμένοι κλάδοι να αφεθούν να λειτουργούν με όρους του παρελθόντος.