Πρόβλεψη για ανάπτυξη 0,5% το 2014 και μείωση της ανεργίας κατά 1% περίπου περιλαμβάνει η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2013 που υποβλήθηκε σήμερα Τρίτη στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο.
Στην έκθεση σημειώνεται πως το 2013 συμπληρώνεται ο τέταρτος χρόνος της προσπάθειας για την αποτροπή ανοικτής κρίσης στην ελληνική οικονομία και για τη δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέψουν την επανέναρξη της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Η Κεντρική Τράπεζα σημειώνει πως τα μακροοικονομικά δεδομένα στηρίζουν την πρόβλεψη ανάκαμψης και συγκλίνουν στην πρόβλεψη ότι το 2014 θα είναι το πρώτο έτος θετικών ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ, μετά από μια εξαετία ύφεσης.
Όπως αναφέρει, η ανάκαμψη θα στηριχθεί στην επιβράδυνση της πτώσης της κατανάλωσης, καθώς προβλέπεται ότι θα ανακοπεί η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, στη θετική συμβολή της εξωτερικής ζήτησης, που θα ενισχυθεί από τις εξαγωγές αγαθών και τουριστικών υπηρεσιών,στη μικρή άνοδο των επιχειρηματικών επενδύσεων σε κατασκευές, πλην των κατοικιών, όπως προκύπτει από τη σχετική βελτίωση των δεικτών επενδυτικής ζήτησης, στην ταχύτερη αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων και πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τη χρηματοδότηση αφενός των επενδύσεων στις υποδομές και αφετέρου των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Τα στελέχη της ΤτΕ σημειώνουν πως η ανάκαμψη θα επηρεάσει θετικά την απασχόληση, ενώ το μέσο ετήσιο επίπεδο της ανεργίας του 2014 αναμένεται να υποχωρήσει.
Οι συντάκτες της έκθεσης ξεκαθαρίζουν πως η προσπάθεια δεν έχει ολοκληρωθεί και ότι η σταθεροποίηση που καταγράφεται είναι ακόμη εύθραυστη. Στο σημείο αυτό αναφέρουν πως είναι εθνική ανάγκη να διαφυλαχθούν όσα έχουν επιτευχθεί με τόσο μεγάλο κόστος, να αποτραπούν οπισθοδρομήσεις και να καλυφθεί η απόσταση που απομένει για να εμπεδωθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ξεκαθαρίζει στην έκθεσή της πως αβεβαιότητες και κίνδυνοι εξακολουθούν να υπάρχουν και ότι η επαλήθευση των θετικών προοπτικών για το 2014 που αναφέρονται παραπάνω, αλλά και η πορεία της οικονομίας στο μέλλον υπόκεινται ακόμη σε ισχυρές αβεβαιότητες.
Όπως αναφέρει, σημαντικό πρόβλημα δημιουργείται από το πολιτικό κλίμα, το οποίο παρουσιάζει στοιχεία πόλωσης και αντιπαραθέσεων, σε μια περίοδο μάλιστα που απαιτείται το αντίθετο, ήτοι η σύμπλευση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε μια εθνική πολιτική για την έξοδο από την κρίση και για την ανάπτυξη.
«Είναι συνεπώς βάσιμο να δημιουργούνται ανησυχίες ότι το 2014, έτος εκλογικών αναμετρήσεων για το Ευρωκοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να οξυνθεί περαιτέρω, η πόλωση να κορυφωθεί και ο συγκερασμός απόψεων, που είναι προϋπόθεση για μια εθνική πολιτική, να γίνει ακόμη δυσχερέστερος.
Αν συμβεί αυτό, η αβεβαιότητα θα ενταθεί και θα αποδυναμωθούν τα στοιχεία που στηρίζουν σήμερα θετικές προβλέψεις για το 2014. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έχει καθοριστική σημασία, στην παρούσα φάση, να παραμείνει η οικονομική πολιτική προσηλωμένη στην πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», τονίζεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ το 2013 είναι σταθμός για τη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς είναι εφικτή η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης για πρώτη φορά μετά το 2002.
Λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της συνεχιζόμενης, αν και σταδιακά αποκλιμακούμενης, ύφεσης, το διαρθρωτικό πρωτογενές αποτέλεσμα εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα έχει βελτιωθεί κατά 18,6 εκατοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ την περίοδο 2010-2013, με συνέπεια να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους περίπου 4% του δυνητικού ΑΕΠ στο τέλος του 2013. Η βελτίωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και χαρακτηρίζεται ως μια από τις μεγαλύτερες που έχουν επιτευχθεί διεθνώς στον τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η Κεντρική Τράπεζα αναφέρει πως η δημοσιονομική προσαρμογή βασίστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έπρεπε σε αύξηση της φορολογίας, η οποία οδήγησε σε σημαντική επιβάρυνση των φορολογουμένων και σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε εξ αρχής υποστηρίξει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε να επικεντρωθεί στη μείωση των δαπανών και να επιδιώξει αύξηση των εσόδων με διεύρυνση της φορολογικής βάσης και περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης θα πρέπει να συνεχιστεί με αποφασιστικότητα και το 2014. Αυτό θα οδηγήσει σε βελτίωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας, στη σταθεροποίηση αρχικά και μετέπειτα στη σταδιακή αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, τονίεται στην έκθεση, ενώ σημειώνεται πως η ανάκαμψη της οικονομίας αναμένεται να βοηθήσει σημαντικά στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και γενικότερα να διευκολύνει τη βιώσιμη δημοσιονομική προσαρμογή.
Στην έκθεση σημειώνεται πως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων είναι η περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η οποία θα πρέπει να προέλθει κυρίως από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και όχι την επιβολή νέων φόρων ή τη συνεχή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων.
Συγκεκριμένα, επισημαίνεται πως η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με τη δημιουργία και ενδυνάμωση της ανεξάρτητης Γενικής Γραμματείας Εσόδων, είναι αποφασιστικής σημασίας για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την εδραίωση ενός κλίματος κοινωνικής δικαιοσύνης, όπου όλοι θα συμμετέχουν ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα στην προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Αν υπάρξει πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση, διευρύνονται οι δυνατότητες να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των ήδη φορολογουμένων που έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, υποστηρίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Η ΤτΕ αν και θεωρεί πως έχει σημειωθεί πρόοδος στον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, ωστόσο αναφέρει πως σε σχέση με την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής η πρόοδος είναι πολύ βραδύτερη και εκκρεμούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν την ορθολογική λειτουργία του κράτους. Γι’ αυτό και επιβάλλεται τώρα ένταση των προσπαθειών για την αναδιάρθρωση και εξυγίανση του δημόσιου τομέα. Σημαντικές προτεραιότητες είναι:
– Οι καταργήσεις και συγχωνεύσεις δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, καθώς και η επιτάχυνση της διοικητικής μεταρρύθμισης με στόχο την εξοικονόμηση δαπανών και την βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
– Ο καλύτερος έλεγχος των δαπανών του ΕΟΠΥΥ και των ασφαλιστικών ταμείων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
– Η αναμόρφωση και o εκσυγχρονισμός του δικαστικού συστήματος για την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης.
– Η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και την εδραίωση ενός κλίματος κοινωνικής δικαιοσύνης.
Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση δίνει η ΤτΕ στην επιτάχυνση της διαδικασίας των αποκρατικοποιήσεων, προκειμένου να καλυφθούν οι αποκλίσεις του 2013 και να τονωθεί το επιχειρηματικό κλίμα, γεγονός που θα συμβάλει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Στην έκθεση σημειώνεται πως βραχυχρόνια, οι χορηγήσεις νέων δανείων παραμένουν πολύ περιορισμένες καθώς υπάρχουν ακόμη πολλοί παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών.
Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι η συσσώρευση δανείων σε καθυστέρηση, η οποία αποθαρρύνει τη χορήγηση νέων πιστώσεων και αποστερεί τις τράπεζες από τους πόρους που αντιπροσωπεύουν τα χρεολύσια, τους οποίους θα ήταν δυνατόν να διοχετεύσουν σε νέα δάνεια.
Όπως σημειώνεται, τα δάνεια σε καθυστέρηση δημιουργούν το ενδεχόμενο μελλοντικών απομειώσεων της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και συντηρούν την ανάγκη δέσμευσης κεφαλαίων για σχηματισμό υψηλών προβλέψεων.
«Η ζήτηση χρηματοδότησης παραμένει αδύναμη, καθώς η επενδυτική δραστηριότητα έχει μειωθεί, η υψηλή ανεργία, οι μειώσεις μισθών και η πτωτική τάση των τιμών των ακινήτων αποθαρρύνουν τη ζήτηση δανείων εκ μέρους των νοικοκυριών και το κόστος δανεισμού παραμένει υψηλό», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Για την εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης η ΤτΕ εστιάζει στη βελτίωση του κλίματος και στις πρωτοβουλίες των τραπεζών για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Για το πρώτο ζήτημα αναφέρει πως η υπό εξέλιξη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών και του μικροοικονομικού περιβάλλοντος και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς τη χώρα και το τραπεζικό της σύστημα αναμένεται να συνοδευθούν από εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης μεσοπρόθεσμα, καθώς θα επιτρέψουν τη σταδιακή ανάκτηση της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στη διεθνή διατραπεζική αγορά, θα βοηθήσουν την επανάκαμψη των καταθέσεων και θα δημιουργήσουν ζήτηση πιστώσεων και θα συμβάλουν σε υποχώρηση του πιστωτικού κινδύνου.
Ωστόσο, η Κεντρική Τράπεζα ξεκαθαρίζει πως σημαντική συμβολή στη βελτίωση των συνθηκών προσφοράς πιστώσεων αναμένεται ότι θα έχει και η αποτελεσματική διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων και η πρόνοια για την αποφυγή δημιουργίας νέων.
Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά πως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στις μέχρι σήμερα ακολουθούμενες πολιτικές των τραπεζών.
Όπως αποκαλύπτεται στην έκθεση, για την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου δανείων τους, οι τράπεζες υπέβαλαν στην Τράπεζα της Ελλάδος τη στρατηγική τους, ώστε να αξιολογηθούν από κοινού εναλλακτικοί τρόποι χειρισμού των εν λόγω στοιχείων και να εξευρεθεί η πλέον βιώσιμη λύση, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ήδη οι τράπεζες, επωφελούμενες και από τις συγχωνεύσεις, έχουν αρχίσει να υλοποιούν έναν πιο επιτελικό τρόπο διαχείρισης των προβληματικών δανείων.
Παράλληλα, έχει ζητηθεί από τις τράπεζες η υποβολή σχεδίων χρηματοδότησης (funding plans) σε τριμηνιαία βάση, τα οποία θα αξιολογούνται για την επάρκειά τους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Μέσω των σχεδίων αυτών, οι τράπεζες περιγράφουν τις ενέργειές τους προκειμένου να διευρύνουν τις πηγές από τις οποίες αντλούν ρευστότητα, ώστε σταδιακά να απεξαρτηθούν από τη χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος.
Αναφερόμενη στη διαγνωστική μελέτη που διενέργησε η BlackRock Solutions στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών η ΤτΕ αναφέρει πως τα αποτελέσματα της διαγνωστικής μελέτης, σε συνδυασμό με τα σχέδια αναδιάρθρωσης που έχουν υποβάλει οι τράπεζες, θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), η οποία έχει ξεκινήσει και θα ολοκληρωθεί σύντομα.
Στο σημείο αυτό η Κεντρική Τράπεζα ξεκαθαρίζει πως σε περίπτωση που θα απαιτηθεί κεφαλαιακή ενίσχυση βάσει των αποτελεσμάτων της άσκησης, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας διαθέτει ήδη ένα ικανοποιητικό απόθεμα μεγαλύτερο των 8 δισ. ευρώ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ξεκαθαρίζει πως οι πηγές ρευστότητες των επιχειρήσεων πρέπει να εμπλουτισθούν. Όπως αναφέρει, όσο όμως οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών παραμένουν αρνητικές, πιέζοντας την καταθετική βάση του τραπεζικού συστήματος, η ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν αυτές τις επενδύσεις θα είναι περιορισμένη, τουλάχιστον βραχυχρόνια.
Στο σημείο αυτό υπογραμμίζει πως για να στηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη, η ροή δανειακών κεφαλαίων μέσω των τραπεζών προς την πραγματική οικονομία θα πρέπει βραχυπρόθεσμα να συμπληρωθεί με εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως είναι οι εξής:
Πρώτον, δανεισμός από τις αγορές εταιρικών ομολόγων. Η αναθεώρηση του νομικού πλαισίου που διέπει τα ομολογιακά δάνεια στην Ελλάδα θα μπορούσε να δώσει ώθηση στη δημιουργία μιας εγχώριας αγοράς εταιρικών ομολόγων για μικρότερες εταιρίες με περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Δεύτερον, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Καθώς η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ενισχύεται, οι εγχώριες εταιρίες θα αποκτούν μεγαλύτερη πρόσβαση στις αγορές για χρηματοδότηση.
Τρίτον, πόροι από τα διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ. Την περίοδο 2000-2008, οι ελληνικές επιχειρήσεις απορρόφησαν πόρους της τάξεως του 1,6% του ΑΕΠ ετησίως για χρηματοδότηση επενδύσεων. Το 2013, οι πόροι από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ υπολογίζονται σε 4,2 δισ. ευρώ (2,3% του ΑΕΠ).
Τέταρτον, πόροι από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Το 2013-14, η ΕΤΕπ προβλέπεται να συγχρηματοδοτήσει μέσω εμπορικών τραπεζών δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις ύψους 1,4 δισεκ. ευρώ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των εμπορικών τραπεζών, έως το τέλος του έτους θα έχουν χορηγηθεί δάνεια συνολικού ύψους 635 εκατ. ευρώ προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μέσα στο 2014 υπολογίζεται ότι θα δοθούν και τα υπόλοιπα 805 εκατ. ευρώ.
Η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2013 αναφέρει πως το επόμενο κρίσιμο βήμα για το τραπεζικό σύστημα είναι ο σχεδιασμός ενός μακροχρόνια βιώσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος, σημειώνοντας πως οι βασικοί άξονες του σχεδιασμού πρέπει να είναι κοινοί και να επικεντρώνονται στον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας και γενικότερα στην εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου μέσω οργανικής κερδοφορίας, στην απεμπλοκή από μη αμιγώς τραπεζικές εργασίες, στον επανασχεδιασμό των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό, στην ενεργό διαχείριση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού και στην ορθή τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών.