Για δύσκολους καιρούς που έρχονται κάνει λόγο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση αξιολόγησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της Κύπρου, παρουσιάζοντας την όλη εικόνα της κυπριακής οικονομίας όπως την κατέγραψε η επικεφαλής της Αποστολής του Ταμείου στο νησί Ντέλια Βελκουλέσκου και οι συνεργάτες της.
Στην έκθεση υποστηρίζεται ότι το δανειακό πρόγραμμα που συμφωνήθηκε μεταξύ της τρόικας και των κυπριακών αρχών βρίσκεται σε «καλό δρόμο» και ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι εκπληρώθηκαν και τα κριτήρια τηρήθηκαν, αν και σε κάποια απ’ αυτά σημειώθηκε μια μικρή καθυστέρηση, υπογραμμίζοντας παράλληλα μια σειρά από μέτρα και μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
Χαρακτηριστικά τονίζεται: «Οι κυπριακές αρχές έκαναν σημαντικά βήματα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξυγίανσης στον τραπεζικό τομέα, τη δημοσίευση ενός οδικού χάρτη για σταδιακή άρση των περιορισμών στις πληρωμές και για οριστικοποίηση της στρατηγικής αναδιάρθρωσης του συνεργατισμού». Όπως υπογραμμίζεται, απομένουν ακόμη πολλά να γίνουν για την «πλήρη εφαρμογή της στρατηγικής αναδιάρθρωσης» του χρηματοπιστωτικού τομέα και για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο σύστημα.
Μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι η παραγωγή συρρικνώθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους και ότι η οικονομική κατάσταση παραμένει πολύ δύσκολη. Η εσωτερική προσαρμογή έχει οδηγήσει σε ραγδαία άνοδο της ανεργίας, ενώ ο πληθωρισμός παρέμεινε συγκρατημένος και το εμπορικό ισοζύγιο αναπροσαρμόζεται, κυρίως λόγω της απότομης συρρίκνωσης των εισαγωγών.
«Αν και υπάρχει ακόμη μεγάλη αβεβαιότητα, το μακροοικονομικό πλαίσιο του προγράμματος διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές αμετάβλητο», όπως τονίζεται. Προστίθεται ότι βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των εσόδων και το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας.
Παρουσιάζοντας τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης σε διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, υπογραμμίζεται ότι η κυπριακή οικονομία έχει καταφέρει με εντυπωσιακό τρόπο να εμφανίζει κάποια σημάδια ανθεκτικότητας, προσθέτοντας ότι οι δείκτες εμπιστοσύνης, αν και εξακολουθούν να βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα, έχουν αυξηθεί τους τρεις τελευταίους μήνες σε σχέση με τα χαμηλά επίπεδα του Απριλίου.
Στη συνέχεια, σημειώνεται ότι οι κυπριακές αρχές βρίσκονται σε εγρήγορση για παρατεταμένους και αναδυόμενους κινδύνους, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, παραθέτοντας στοιχεία για τις συνέπειες λόγω έλλειψης ρευστότητας. Επίσης, σημειώνεται ότι περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας, μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο παρατεταμένη απώλεια της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Επιπλέον, υπάρχουν ανησυχίες για περαιτέρω επιδείνωση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.
Στην έκθεση του ΔΝΤ υπογραμμίζεται ακόμη ότι η αποκατάσταση της βιωσιμότητας απαιτεί οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται, η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης θα είναι δύσκολο εγχείρημα για την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Αναφορά γίνεται και στους υδρογονάνθρακες ως μεσοπρόθεσμη προοπτική που αναμένεται να μετριάσουν τις επιπτώσεις, προβάλλοντας ως προτεραιότητα των αρχών την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος.
Όσον αφορά την Τράπεζα Κύπρου επισημαίνεται ότι το νέο Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει να υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα ένα σχέδιο στρατηγικής και αναδιάρθρωσης.
Τέλος, για τις διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα, αναφέρεται ότι οι αρχές θα πρέπει επίσης να ξεκινήσουν μια ουσιαστική αναθεώρηση της διαχείρισης των φορολογικών εσόδων τους και τη μείωση των διοικητικών δαπανών. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι απαιτείται σημαντική μεταρρύθμιση στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και εξασφάλιση αποτελεσματικής κοινωνικής προστασίας για τους απόρους στους δύσκολους καιρούς που έρχονται.
Καταλήγοντας, η έκθεση αναφέρει ότι «οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν σημαντικοί» και ότι μια βαθύτερη από την προβλεπόμενη ύφεση και καθυστερήσεις στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών, αλλά και προβλήματα στον δημοσιονομικό και οικονομικό τομέα θα μπορούσαν να αυξήσουν τις ανάγκες χρηματοδότησης και να θέσουν τη βιωσιμότητα του χρέους σε κίνδυνο.