Οι μικρομεσαίες γερμανικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν υπαλλήλους με τα κατάλληλα προσόντα και αυτή η έλλειψη τους στοιχίζει, όσον αφορά τον ετήσιο κύκλο εργασιών τους, περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με μια μελέτη της εταιρείας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και ορκωτών λογιστών Ernst & Young που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η μελέτη αυτή έγινε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 700 γερμανικών εταιρειών που απασχολούν από 30 έως 2.000 υπαλλήλους. Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις (ποσοστό 75%) ανέφεραν ότι είναι μάλλον δύσκολο ή πολύ δύσκολο να βρουν ειδικευμένους υπαλλήλους. Η τάση αυτή παρατηρείται εντονότερα στους τομείς των κατασκευών και της ενέργειας (83%), στο εμπόριο, τις υπηρεσίες (74%) και τη βιομηχανία.
Δύο στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι η δυσκολία αυτή έχει επιπτώσεις στον κύκλο εργασιών τους. Σχεδόν η μία στις δύο (ποσοστό 55%) ανέφερε ότι ο τζίρος της θα ήταν υψηλότερος κατά 3-5% εάν κατάφερνε να βρει εύκολα ειδικευμένους υπαλλήλους ενώ για το 9% των εταιρειών αυτών ο τζίρος θα αυξανόταν πάνω από το 5%.
Βασιζόμενη στην εκτίμηση αυτή και στα επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις γερμανικές επιχειρήσεις αυτού του μεγέθους η Ernst & Young υπολογίζει ότι χάνονται κάθε χρόνο 33 δισ. ευρώ εξαιτίας της αδυναμίας κάλυψης ορισμένων θέσεων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επηρεάζονται ιδιαίτερα από την έλλειψη προσωπικού με τα κατάλληλα προσόντα, δήλωσε ο Πέτερ Ένγκλις, ο διευθυντής του τμήματος μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ernst & Young Γερμανίας. Ως μειονεκτήματα των επιχειρήσεων αυτών ο Ένγκλις ανέφερε ότι δεν είναι γνωστές όπως οι μεγάλοι ανταγωνιστές τους ενώ πολλές βρίσκονται σε αγροτικές περιοχές που δεν είναι ελκυστικές για τους εργαζομένους.
Για να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα οι γερμανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις βασίζονται κυρίως στη συνεχή εκπαίδευση των υπαλλήλων τους (53%) ενώ δίνουν και ιδιαίτερη προσοχή στους πιο ηλικιωμένους εργαζόμενους (47%). Το ποσοστό των εταιρειών που αναζητούν προσωπικό σε χώρες του εξωτερικού εκτοξεύτηκε στο 31% (ανέβηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες) ενώ περίπου μία στις τρεις επιχειρήσεις (ποσοστό 34%) επιδιώκει να λύσει το πρόβλημα προσφέροντας μισθολογικές αυξήσεις.