Η κινεζική οικονομία έχει ακόμη πολλές και καλές μέρες μπροστά της. Το λεγόμενο «κινεζικό οικονομικό θαύμα» φαίνεται όμως ότι έχει φτάσει στο τέλος του.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, αν τα τελευταία τριάντα χρόνια ο μέσος όρος αύξησης του ΑΕΠ ήταν 10%, πέρυσι μειώθηκε στο 7,7% και το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου ήταν 7,5%. Το εμπορικό πλεόνασμα μειώθηκε τον Ιούνιο κατά 14%, ενώ οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 3,1%.
Η μείωση της ανάπτυξης είναι μόνο εν μέρει αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, γράφει ο ανταποκριτής της Λιμπερασιόν στο Πεκίνο. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η ζήτηση των προϊόντων που κατασκευάζονται στην Κίνα. Όμως την ίδια στιγμή δεν αυξήθηκε η εγχώρια ζήτηση.
«Το σημερινό παραγωγικό μοντέλο της Κίνας συνίσταται στον περιορισμό της εσωτερικής κατανάλωσης και στη χρησιμοποίηση των εσόδων από τις εξαγωγές για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων», εξηγεί στην εφημερίδα ο οικονομολόγος Πατρίκ Σοβανέκ, που είναι εγκατεστημένος στο Πεκίνο. «Η Κίνα δεν έχει όμως πλέον αρκετούς πελάτες στον κόσμο».
Το αποτέλεσμα είναι οι βιομηχανίες, που χρηματοδοτούνται από το εύκολο χρήμα του κράτους, να παράγουν περισσότερα απ’ό,τι χρειάζεται. Η βιομηχανία της ηλιακής ενέργειας, για παράδειγμα, μπορεί να παράγει ηλιακούς συλλέκτες των 45 γιγαβάτ, ενώ η παγκόσμια ζήτηση φτάνει μόλις τα 35 γιγαβάτ.
Η Κίνα ήλπιζε να γίνει μέχρι το 2015 ο μεγαλύτερος κατασκευαστής δεξαμενόπλοιων στον κόσμο, αλλά σήμερα τα υπερμεγέθη ναυπηγεία της βουλιάζουν. Το μεγαλύτερο απ’αυτά, που εγκαινιάστηκε το 2006, έχει απολύσει 20.000 εργάτες από το 2011 και ζήτησε πρόσφατα κρατική ενίσχυση για να μη χρεοκοπήσει.
Υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην πτώση της ανταγωνιστικότητας της Κίνας, όπως η αύξηση των μισθών στη βιοτεχνία (20% τον χρόνο από το 2005 μέχρι σήμερα).
Οι κινέζοι ηγέτες γνωρίζουν εδώ και χρόνια ότι η χώρα πρέπει να αλλάξει το αναπτυξιακό της μοντέλο, αλλά στην πράξη λίγα πράγματα έχουν γίνει. Η προσπάθεια που γίνεται πλέον είναι να τονωθεί η εσωτερική κατανάλωση και η τεχνολογική καινοτομία, ώστε να μπορέσουν οι βιομηχανίες να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση.
Όμως οι Κινέζοι προτιμούν να συνεχίσουν να αποταμιεύουν, καθώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας είναι πολύ αδύνατο. Επιπλέον, η χρηματοδότηση των βιομηχανιών γίνεται μέσω των γιγαντιαίων κρατικών τραπεζών, οι οποίες δανείζουν σχεδόν αποκλειστικά τις ελάχιστα αποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις. Οι τελευταίες αντιστοιχούν στο 50% με 80% του συνόλου της οικονομίας και τα τελευταία πέντε χρόνια δεν έχουν σταματήσει να διογκώνονται εις βάρος του ιδιωτικού τομέα.
Το 2008, το Πεκίνο έθεσε σε εφαρμογή ένα κολοσσιαίο σχέδιο ανάκαμψης για να αντιμετωπίσει την κρίση, διαθέτοντας 500 δισεκατομμύρια ευρώ. «Το 99% αυτής της χρηματοδότησης διοχετεύτηκε στις κρατικές επιχειρήσεις», λέει ο Χουανγκ Νούμπο, πρόεδρος του Ομίλου Zhongkun.
«Οι αρχές πρέπει επιτέλους να υιοθετήσουν τη λογική της οικονομίας της αγοράς». Η δομή του σχεδίου ανάκαμψης οδήγησε ακόμη τις περισσότερες τοπικές κυβερνήσεις να υπερχρεωθούν, τροφοδοτώντας μια κατασκευαστική φούσκα και κατασκευάζοντας υποδομές αμφίβολης ωφέλειας.
Η ιδέα τώρα είναι να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομία της αγοράς, τονίζει ο ανταποκριτής της Λιμπερασιόν. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μειώσει τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων που παράγουν περισσότερα απ’όσα χρειάζονται, κάτι που θα οδηγήσει ασφαλώς σε χρεοκοπίες, και να διοχετεύσει περισσότερους πόρους προς επιχειρήσεις σύγχρονης τεχνολογίας.
Αυτά όμως παραμένουν απλές διακηρύξεις σε μια χώρα όπου οι κρατικές επιχειρήσεις και οι κρατικές τράπεζες είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και διαθέτουν τεράστια επιρροή.
Ηδη το Πεκίνο έχει εγκαταλείψει τον στόχο της υψηλής ανάπτυξης, ο οποίος θεωρούνταν ως τώρα απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφευχθεί η μαζική ανεργία και η κοινωνική αστάθεια. Ο κινέζος υπουργός Οικονομικών Λου Τζιουέι δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι θα ήταν ικανοποιημένος με ένα ταπεινό 7%. Ο φόβος κοινωνικής αναταραχής παραμένει όμως μεγάλος. Σε περίπτωση ανάγκης, βέβαια, η Κίνα διαθέτει αρκετά χρήματα για να εφαρμόσει άλλο ένα σχέδιο ανάκαμψης.