Στην παραδοχή ότι διέπραξε σημαντικές αστοχίες και παραλείψεις στα προγράμματα που υλοποιήθηκαν από το 2008 έως το 2017 προχωρά το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Μάλιστα, προκειμένου να αποφύγει μια επανάληψη των λαθών που έγιναν σε χώρες όπως η Ελλάδα, το Ταμείο προχωρά σε μια «αξιολόγηση» της απόδοσης προγραμμάτων του, με στόχο να αναμορφώσει τη διαδικασία σχεδιασμού προγραμμάτων.
Σε μια έκθεση όπου επιχειρείται η αποτίμηση της πορείας των προγραμμάτων, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου κάνει πολλές αναφορές στην Ελλάδα.
Σε αυτήν, αναφέρεται στον εσφαλμένο τρόπο προσέγγισης σε αρχικό στάδιο του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, στη δυσανάλογη έμφαση που δόθηκε στη δημοσιονομική προσαρμογή, στις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για τα μακροοικονομικά μεγέθη και στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Για πρώτη φορά, το ΔΝΤ αναδεικνύει το γεγονός ότι η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους λειτούργησε κυριολεκτικά σαν σανίδα σωτηρίας για τις τράπεζες της ευρωζώνης, καθώς την κρίσιμη διετία 2011-2012 η χώρα μας αποπλήρωσε ομόλογα αξίας 50 δισ. ευρώ, τα οποία βρισκόταν ως επί το πλείστον στη δικαιοδοσία ευρωπαϊκών τραπεζών.
Στην έκθεση μάλιστα επισημαίνεται ότι η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης υπονόμευσε τόσο τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας όσο και την ίδια την αποτελεσματικότητα του «κουρέματος» του χρέους (PSI) που έγινε το 2012. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το ΔΝΤ, η συγκεκριμένη εξέλιξη οφειλόταν στους φόβους για μια συνολική διάχυση της κρίσης στην Ευρωζώνη, κάτι που όμως τελικά δεν αποφεύχθηκε.
Όσον αφορά το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, το Ταμείο υπενθυμίζει ότι είχε εγκρίνει για τη χώρα μας το 2010 ένα δάνειο-μαμούθ ύψους 30 δισ. ευρώ. Οι συγκεκριμένοι πόροι είχαν γίνει διαθέσιμοι, παρόλο που το ΔΝΤ δεν μπορούσε σε εκείνη τη χρονική συγκυρία να πιστοποιήσει τη βιωσιμότητα του χρέους. Για τον λόγο αυτό είχε χρειαστεί να υπάρξει μια αλλαγή στο πλαίσιο των σχετικών κανόνων μέσω της προσθήκης της «συστημικής εξαίρεσης», η οποία επέτρεψε στο Ταμείο να παρακάμψει τον σκόπελο της βιωσιμότητας μέσω της επίκλησης του κινδύνου για μια γενικότερη εξάπλωση της κρίσης. Αυτή η εξαίρεση που άνοιξε την πόρτα για τη συμμετοχή του Ταμείου προσέφερε ουσιαστικά την πολυτέλεια του χρόνου που οδήγησε στην καθυστέρηση της αναγκαίας αναδιάρθρωσης.
Με μια παραδοχή για «υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις», το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις οδήγησαν στο να υποτιμηθεί ο αντίκτυπος που θα έχει η δημοσιονομική προσαρμογή στην ανάπτυξη και την πορεία του χρέους. Αν ωστόσο οι προβλέψεις του Ταμείου εδράζονταν σε μια πιο ρεαλιστική βάση, το ΔΝΤ θα είχε θέσει την άμεση αναδιάρθρωση του χρέους ως βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Παρά το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα βρισκόταν στο επίκεντρο των προγραμμάτων του ΔΝΤ, η έκθεση του Ταμείου σημειώνει ότι στο μέσο όρο το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε κατά 10,5% σε μια σειρά από χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία.
Όπως τονίζεται, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων άρχισε να μειώνεται στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία μόνο μετά το πέρας των προγραμμάτων, ενώ το συγκεκριμένο θέμα παραμένει ακόμα μια ανοιχτή πρόκληση για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Από το παράδειγμα αυτών των χωρών, το ΔΝΤ αντλεί το δίδαγμα ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά τη διάρκεια της υλοποίησης των προγραμμάτων εμπεριέχει μια σειρά από προκλήσεις.