Οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας βρέθηκαν στο επίκεντρο εκδήλωσης που διοργάνωσε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και το Konrad-Adenauer-Stiftung (KAS), με τους συμμετέχοντες να επισημαίνουν ότι υπάρχουν πολλοί τομείς οι οποίοι μπορούν, αν γίνουν οι απαραίτητες κινήσεις, να αποτελέσουν το εφαλτήριο για την ανάκαμψη.
Ποιες είναι οι λανθάνουσες πηγές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας; Ποιες είναι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα επιταχύνουν την ανάκαμψη και θα ενισχύσουν τη δυναμική της στη συνέχεια; Πώς θα συμβάλουν στην ανάπτυξη ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας και οι ξένες επενδύσεις; Αυτά ήταν μερικά μόνο από τα ερωτήματα στα οποία κλήθηκαν να απαντήσουν με τις τοποθετήσεις του οι ειδικοί που έδωσαν το «παρών» στην ημερίδα.
O πρόεδρος του ΙΟΒΕ Οδυσσέας Κυριακόπουλος από το βήμα των ομιλητών επισήμανε ότι το 2013 ξεκίνησε με θετικά δεδομένα, όπως η επιτάχυνση των διαδικασιών αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, η συνέχιση της επιστροφής καταθέσεων (έχουν εισρεύσει ήδη 11 δισ. ευρώ) καθώς και η δρομολόγηση των διαδικασιών ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος. Το ζητούμενο, είπε ο κ. Κυριακόπουλος, είναι να περάσει το μήνυμα «αισιοδοξία χωρίς εφησυχασμό» και υλοποίηση όσων έχουν συμφωνηθεί και αποφασισθεί.
Μιλώντας στην εκδήλωση, ο πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Καθηγητής Πλούταρχος Σακελλάρης, ανέφερε ως βασικούς παράγοντες για την επιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης την επανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση των τραπεζών, τη βελτίωση της παραγωγικότητας, την αύξηση των επενδύσεων, και την ενεργή επανακατάρτιση των ανέργων.
Η υλοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η εξομάλυνση της χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα της παραγωγικής διαδικασίας θα συνεισφέρουν στη βελτίωση της παραγωγικότητας και στην τόνωση των επενδύσεων, τόνισε.
Ειδικά για την τόνωση των επενδύσεων, πρότεινε τη δημιουργία Ταμείου Επενδύσεων στην Ελλάδα. Το Ταμείο αυτό θα λειτουργεί σαν σύμπραξη όπου εγχώριοι πόροι θα μοχλεύουν διεθνείς πόρους (ιδιωτικούς και μη) και θα έχει ως σκοπό τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων.
Οι εγχώριοι πόροι μπορούν να προέλθουν από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων του Προϋπολογισμού, ή από έσοδα των αποκρατικοποιήσεων, ή από κοινοτικά κονδύλια.
Οι διεθνείς πόροι μπορούν προέλθουν από διεθνείς οργανισμούς (ΕΤΕπ, EBRD, Παγκόσμια Τράπεζα, KfW), από Sovereign Wealth Funds, Ασφαλιστικούς και Συνταξιοδοτικούς Οργανισμούς και ιδιώτες επενδυτές.
Το αντικείμενο των επενδύσεων μπορεί να ορισθεί στους εξής, μεταξύ άλλων, τομείς: αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, Περιβαλλοντικές Επενδύσεις (όπως Διαχείριση Στερεών Αποβλήτων), διάφορες ΣΔΙΤ, έργα υποδομών που υλοποιούνται ως project finance.
Τέλος, ο κ. Σακελλάρης τόνισε τον αναπτυξιακό αντίκτυπο που θα έχει το πακέτο χρηματοδοτήσεων της ΕΤΕπ στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2013.
Tα πιο σημαντικά σημεία αυτού του πακέτου αναμένεται να είναι η χρηματοδότηση των Αυτοκινητοδρόμων που υλοποιούνται ως παραχωρήσεις η χρηματοδότηση των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων σε συνεργασία με τις Ελληνικές Τράπεζες και η προώθηση του εξαγωγικού εμπορίου μέσα από πρόγραμμα αντεγγυήσεων των τραπεζικών εγγυητικών επιστολών. Επίσης, η χρηματοδότηση συγκεκριμένων ΣΔΙΤ.
Μιλώντας στην εκδήλωση, ο Μιχάλης Μασουράκης, Ανώτερος Διευθυντής Οικονομικών Μελετών Alpha Bank, ανέφερε ότι o τουρισμός μπορεί κάλλιστα να αναδειχθεί σε κλάδο στρατηγικής σημασίας και να παίξει το ρόλο της ατμομηχανής που οδηγεί το τρένο της εθνικής οικονομίας προς τα εμπρός. Η άμεση και έμμεση επίδραση του τουρισμού στην οικονομία, μετά την έξοδο από την κρίση, μπορεί να επανέλθει στο 17% του ΑΕΠ που ήταν το 2000, από 15% του ΑΕΠ που είναι περίπου σήμερα.
Αυτό δεν είναι, όμως, αρκετό. Για να αυξηθεί η συμμετοχή του τουρισμού στην οικονομία στα επόμενα χρόνια και να αναδειχθεί ο τουρισμός σε κυρίαρχο στόχο του αναπτυξιακού προτύπου, θα πρέπει αφενός οι τοπικές κοινωνίες να συστρατευθούν στην επιδίωξη, και να εναρμονισθούν με τις ανάγκες, ενός πιο εξωστρεφούς τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας, και αφετέρου το κέντρο να αλλάξει φιλοσοφία παραγωγής και προώθησης του τουριστικού προϊόντος, ανέφερε ο κ. Μασουράκης, τονίζοντας ότι «έχουμε στα χέρια μας την ανεπανάληπτη ευκαιρία, που παραμένει εν πολλοίς ανεκμετάλλευτη, να αξιοποιήσουμε την γεωγραφική μας θέση και να γίνουμε μια ισχυρή και ευημερούσα οικονομία».
Υπάρχουν, όμως, πολλοί, στις τοπικές κυρίως κοινωνίες, που, φοβούμενοι τον ανταγωνισμό και το μέλλον, επιλέγουν πεισματικά την ασφάλεια της συνήθειας και της ακινησίας, και των δοκιμασμένων, αλλά χαμηλής αποτελεσματικότητας, λύσεων. Εξασφαλίζουν, έτσι, την διατήρηση του status quo για τους εαυτούς τους, καταδικάζουν, όμως, την Ελλάδα στη στασιμότητα, επισήμανε.
Μιλώντας για την αποχώρηση του Κατάρ από τον διαγωνισμό του Ελληνικού, ο κ. Μασουράκης, είπε «ότι θα πρέπει να μας προβληματίσει».
«Απ’ ό,τι πληροφορίες είδαν το φως της δημοσιότητας, ο ξένος επενδυτής ζητούσε μειωμένους φορολογικούς συντελεστές, μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης, και αλλαγές στους όρους χρήσης ώστε να ενισχυθεί η απόδοση της επένδυσης (να μεταφερθούν στον χώρο μακροχρόνιοι εκμισθωτές των κτηρίων όπως π.χ. υπουργεία, να υπάρχει η δυνατότητα πώλησης μέχρι και του 100% της δομημένης επιφάνειας και όχι μόνο το 30% που θα κτισθεί με κατοικίες). Τέτοιου είδους, ενδεχομένως παράλογες, απαιτήσεις είναι ενδεικτικές της εντύπωσης που έχουν σχηματίσει οι επενδυτές για την Ελλάδα, που, σε τελευταία ανάλυση, να μην είναι και τόσο αδικαιολόγητη, ιδίως εάν αναλογισθούμε το έλλειμμα ασφάλειας νόμου που υπάρχει στην Ελλάδα, όταν τα φορολογικά και τα πολεοδομικά δεδομένα αλλάζουν χωρίς προειδοποίηση και κατά το δοκούν, και με τέτοια μεγάλη συχνότητα που επηρεάζουν αρνητικά την όποια επιχειρηματική εμπιστοσύνη μπορεί να διαθέτει ο κάθε καλοπροαίρετος επενδυτής», είπε ο κ Μασουράκης.
Ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Εurobank, καθηγητής Γκίκας Χαρδούβελης, επισήμανε ότι η ύφεση που πλήττει την ελληνική οικονομία τα τελευταία έξι χρόνια δεν θα αρθεί από τον τράπεζες, αλλά από την πραγματοποίηση επενδύσεων, και εκτίμησε ότι στο τέλος του 2014 θα επιτευχθεί σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, αλλά θα ξεκινήσουμε από ένα χαμηλότερο επίπεδο όσον αφορά τους οικονομικούς δείκτες που συνδέονται με τη προσφορά και τη ζήτηση.