Ο διευρυμένος όμιλος Εθνικής Τράπεζας, σύμφωνα με στοιχεία που υπάρχουν στο πληροφοριακό δελτίο, με βάση τις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις της Εθνικής και της Eurobank για τη περίοδο που έληξε 30 Σεπτεμβρίου 2012, θα έχει συνολικό ενεργητικό 174,2 δισ. ευρώ, δάνεια και απαιτήσεις κατά πελατών 113 δισ. ευρώ και καταθέσεις 84,6 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, θα επωφεληθεί από ένα ισχυρό δίκτυο σε όλη την Ελλάδα καθώς και από τη βελτιωμένη παρουσία στη ΝΑ Ευρώπη με ισχυρή παρουσία σε βασικές γειτονικές αγορές, όπως η Τουρκία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Σερβία.
Αντίστοιχα, οι πελάτες θα επωφεληθούν από τις ενισχυμένες δυνατότητες του διευρυμένου ομίλου ΕΤΕ που θα συνδυάζει τις ανταγωνιστικές δυνατότητες της κάθε τράπεζας, συμπεριλαμβάνοντας μια ευρύτερη προσφορά προϊόντων, βελτιωμένες δυνατότητες δανειοδότησης και επομένως αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση.
Περαιτέρω, εκτιμάται ότι η συγχώνευση θα επιτρέψει την επίτευξη συνεργιών της τάξης των 570- 630 εκατ. ευρώ ετησίως, από το τέλος του 2015, οι οποίες θα προκύψουν από:
– Τον συνδυασμό του εγχώριου και περιφερειακού δικτύου των δύο τραπεζών.
– Την ενοποίηση υποδομών, συστημάτων και κεντρικών εργασιών.
– Τη μείωση γενικών και διαχειριστικών εξόδων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
– Τη βελτιστοποίηση της συλλογής καταθέσεων και της χρηματοδοτικής στρατηγικής του ενιαίου ομίλου.
– Την αύξηση του ποσοστού συναλλαγών με τους υπάρχοντες πελάτες μέσω της διευρυμένης γκάμας προϊόντων και της χρηματοοικονομικής ευρωστίας του ενιαίου ομίλου.
– Την εκλογίκευση του κόστους άντλησης κεφαλαίων.
Τα βασικά μέτρα από τα οποία θα προκύψουν οι συνέργιες περιγράφονται αναλυτικότερα ως εξής:
Σε ό,τι αφορά τα λειτουργικά έξοδα, κύρια πηγή συνεργιών προβλέπεται να είναι ο εξορθολογισμός του δικτύου καταστημάτων και ATMs του νέου ομίλου στην Ελλάδα αλλά και στη ΝΑ Ευρώπη όπου υπάρχει αλληλοεπικάλυψη. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα περίπου το 40% των πελατών της Eurobank είναι και πελάτες της ΕΤΕ, ενώ υπάρχει γύρω στο 80% επικάλυψη του δικτύου καταστημάτων της Eurobank με αυτό της ΕΤΕ. Θα αξιοποιηθούν καταστήματα της Eurobank σε περιοχές όπου η ΕΤΕ είτε δεν έχει παρουσία, είτε έχει σχετικά χαμηλό μερίδιο αγοράς.
Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, από τα περίπου 915 καταστήματα του νέου ομίλου, εκτιμάται ότι θα κλείσουν περίπου 20%, ενώ από τα συνολικά 2.000 ATMs του νέου ομίλου, θα αποσυρθούν επίσης περίπου 20%.
Δεύτερη σημαντική πηγή συνεργιών προβλέπεται να είναι οι οικονομίες κλίμακας από την ενοποίηση των κεντρικών υπηρεσιών (π.χ. προμήθειες, διαχείριση απαιτήσεων, οικονομικές υπηρεσίες, εσωτερικός έλεγχος κλπ) και πληροφοριακών συστημάτων (απόσυρση παρωχημένων συστημάτων πληροφορικής, μετάβαση στο βέλτιστο σύστημα μεταξύ των δύο τραπεζών). Συναφώς, εκτιμάται ότι θα υπάρξει ανάλογη προς τα ανωτέρω μείωση του προσωπικού του νέου ομίλου.
Στην Ελλάδα, ο νέος διευρυμένος όμιλος θα εξετάσει την παρουσία του στις επιμέρους αγορές με σκοπό τον εξορθολογισμό της, ο οποίος δύναται να οδηγήσει σε συγχωνεύσεις θυγατρικών των δύο ομίλων με ομοειδείς δραστηριότητες και σε μειώσεις προσωπικού.
Σε ό,τι αφορά στη ΝΑ Ευρώπη και τις εκεί θυγατρικές, οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες εκτιμάται ότι θα επιφέρουν συνέργιες κόστους που θα ανέρχονται στα 95 εκατ. ευρώ ετησίως από το τέλος του 2015.
Εκτιμάται ότι από τα 1.080 καταστήματα του νέου Ομίλου στη ΝΑ Ευρώπη, θα κλείσουν περίπου 25% εξ αυτών στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σερβία και την Κύπρο όπου και οι δύο τράπεζες έχουν παρουσία. Τέλος, σχεδιάζεται να συσταθεί ειδική ομάδα που θα απαρτίζεται από ανώτερα στελέχη με πολυετή εμπειρία και από τις δύο Τράπεζες που θα αναλάβει την διεκπεραίωση της επιτυχούς ενοποίησης των δύο Τραπεζών σε έναν ενιαίο Όμιλο.
Αναφορικά με τη διοίκηση του διευρυμένου ομίλου Εθνικής Τράπεζας, αναμένεται πως οι Γεώργιος Ζανιάς και Αλέξανδρος Τουρκολιάς θα παραμείνουν ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, αντίστοιχα, στην ΕΤΕ ως επικεφαλής του νέου διευρυμένου ομίλου.
Η σύνθεση της Εκτελεστικής Επιτροπής καθώς και η επιλογή για την πλήρωση των άλλων υψηλόβαθμων διοικητικών θέσεων στο νέο διευρυμένο όμιλο θα βασισθεί στην αρχή «ο καλύτερος εκ των δύο» («best-of-both») μεταξύ των στελεχών των δύο οργανισμών.