Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε αντιδράσει σθεναρά στο αίτημα των Δημοκρατικών να δημοσιοποιήσει την επιστροφή φόρου που είχε λάβει, επιτυγχάνοντας να προστατεύσει αυτή την πληροφορία για τα οικονομικά του.
Σε άλλες χώρες εκτός ΗΠΑ ωστόσο, όπως στη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και την Ισλανδία, πολλά φορολογικά στοιχεία είναι πλήρως ή μερικώς προσβάσιμα στο κοινό. Μπορεί να μοιάζει ιδανική αυτού του είδους η διαφάνεια, ωστόσο έχει και δυσάρεστα αποτελέσματα. Σύμφωνα με νέα έρευνα του Ricardo Perez-Truglia, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, επηρεάζει αρνητικά τους ανθρώπους που είναι στη χαμηλότερη οικονομική κλίμακας.
Όπως αναφέρει ο Leonid Bershidsky σε άρθρο του στο Bloomberg, το να είναι διαθέσιμα όλα τα φορολογικά στοιχεία θεωρείται παράγοντας που αυξάνει τον κίνδυνο για εκείνους που επιχειρούν να εξαπατήσουν το κράτος. Ζηλιάρηδες γείτονες κι άλλοι κακόβουλοι είναι πιθανό να καταγγείλουν κάποιον, όταν το εισόδημα που δηλώνει δεν φαίνεται να συνάδει με τον τρόπο ζωής του.
Οι δύο βασικές ενστάσεις στη θεωρία αυτή είναι αφενός η ιδιωτικότητα αφετέρου η ασφάλεια. Η δημοσιοποίηση των επιστροφών φόρου ενεργοποιεί κάποιες φορές αρνητικά ένστικτα, και είναι χαρακτηριστικό πως στη Φινλανδία, η 1η Νοεμβρίου, ημέρα που δημοσιοποιούνται τα στοιχεία αυτά, είναι γνωστή ως «Εθνική ημέρα Ζήλιας». Η δημοσιοποίηση αυτή εκθέτει ταυτόχρονα τους πιο εύπορους στον κίνδυνο επίθεσης από κακοποιούς, που τους προσεγγίζουν για τα λεφτά τους. Το επιχείρημα της ιδιωτικότητας είναι αυτό που οδήγησε τις ΗΠΑ στην απόκρυψη των επίμαχων στοιχείων ήδη από το 1926, μόλις δύο χρόνια αφότου είχε αρχίσει η δημοσιοποίησή τους. Η πρακτική αυτή καταργήθηκε για λόγους ασφαλείας και στην Ιαπωνία, το 2005, έπειτα από 55 χρόνια εφαρμογής της. Στη χώρα, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 μόνο οι πιο πλούσιοι φορολογούμενοι – 440.000 πολίτες- έβλεπαν τα φορολογικά τους στοιχεία κρεμιούνται «στα μανταλάκια».
Στις σκανδιναβικές χώρες ωστόσο, η πρακτική αυτή, που χρονολογείται ήδη από τον 18ο και τον 19ο αιώνα, είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τα ήθη τους περί ισότητας και κοινότητας, αν και επίσης ασκείται κριτική για θέματα ασφάλειας και ιδιωτικότητας.
Στη Φινλανδία μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση σε φορολογικά στοιχεία επισκεπτόμενος την εφορία. Στη Σουηδία οι φορολογικές αρχές δίνουν πληροφορίες από το τηλέφωνο. Στην Ισλανδία, τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα για δύο εβδομάδες τον χρόνο. Στη Νορβηγία τα πράγματα είναι πολύ απλούστερα, οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες στο ίντερνετ. Κάποια εποχή υπήρχαν και εφαρμογές που επέτρεπαν στον χρήση να δει τα εισοδήματα όλων όσων ζούσαν κοντά σε συγκεκριμένο σημείο ή να κατατάξει τους φίλους του στο Facebook με κριτήριο το εισόδημά τους. Πλέον αυτές οι αναζητήσεις δεν μπορούν να γίνουν ανώνυμα, κι έτσι έχουν περιοριστεί, παραμένουν ωστόσο διαδεδομένη πρακτική. Όταν ξεκίνησε η δημοσιοποίηση των οικονομικών στοιχείων των πολιτών, το 2001, τα εισοδήματα που δηλώνονταν αυξήθηκαν κατά 3%, κάτι που αποδίδεται στην ντροπή που ένιωσαν όσοι δήλωναν πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Η διαφάνεια αυτή μπορεί από τη μία να βοηθά την αύξηση των φορολογικών εσόδων στη χώρα, από την άλλη όμως κάνει πιο δύσκολα τα πράγματα για τους φορολογούμενους που κατατάσσονται στη χαμηλότερη οικονομική κλίμακα. Ο Perez-Truglia διαπίστωσε πως η αλλαγή του 2001 αύξησε κατά 21% την ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών ως προς την ικανοποίηση που λαμβάνουν από τη ζωή τους. Ταυτόχρονα άνοιξε και η ψαλίδα της προσωπικής εκτίμησης ευτυχίας κατά 29%. «Οι πλούσιοι μπορεί να είναι πιο χαρούμενοι, γιατί μαθαίνουν πως είναι πλουσιότεροι απ’ ό,τι νομίζουν, ενώ οι φτωχοί μπορεί να γίνονται πιο δυστυχισμένοι επειδή μαθαίνουν πως είναι φτωχότεροι απ’ ό,τι νόμιζαν» αναφέρει ο επικεφαλής της έρευνας.