Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την νέους κανόνες για τη στενότερη εποπτεία των οίκων αξιολόγησης οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη. Τις προτάσεις παρουσίασαν σε κοινή συνέντευξη Τύπου από τις Βρυξέλλες, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο Επίτροπος, αρμόδιος για θέματα εσωτερικής αγοράς, Μισέλ Μπαρνιέ και ο Επίτροπος, αρμόδιος για θέματα οικονομίας, Όλι Ρεν.

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή πρότεινε την εποπτεία των οίκων αξιολόγησης από μία κεντρική ευρωπαϊκή αρχή. Πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Αρχή Αγορών και Μετοχών (European Securities and Markets Authority), στην οποία θα πρέπει να καταχωρηθούν όλοι οι οίκοι αξιολόγησης οι οποίοι επιθυμούν να δραστηριοποιούνται στην ΕΕ, καθώς και οι θυγατρικές των γνωστών οίκων Fitch, Moody’s και Standard & Poor’s που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.

Παρουσιάζοντας, τις προτάσεις της Επιτροπής, ο Μισέλ Μπαρνιέ τόνισε ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα πρέπει να λειτουργούν, βάσει συγκεκριμένων κανόνων και προϋποθέσεων. Σημείωσε ότι βασική προϋπόθεση θα είναι η υποχρεωτική δημοσιοποίηση της μεθοδολογίας και των μοντέλων, βάσει των οποίων οι οίκοι αυτοί κάνουν τις αξιολογήσεις τους. Παράλληλα, ο Γάλλος Επίτροπος υπογράμμισε ότι θα πρέπει να μειωθεί ο κίνδυνος της σύγκρουσης των συμφερόντων των οίκων αξιολόγησης με τα συμφέροντα των πελατών τους (π.χ. η Επιτροπή σημειώνει ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν μπορούν να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες).

 Επιπλέον, η Επιτροπή δίνει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Αγορών και Μετοχών σημαντικές εξουσίες, όπως π.χ. τη δυνατότητα διεξαγωγής έρευνας για τους οίκους αξιολόγησης που δεν λειτουργούν με διαφάνεια, καθώς και τη δυνατότητα να προτείνει την επιβολή κυρώσεων για τους οίκους οι οποίοι παραβιάζουν τους κανόνες.

 Οι κυρώσεις, αυτές, μπορούν να φτάσουν μέχρι και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ενός οίκου αξιολόγησης. Ωστόσο, την επιβολή κυρώσεων θα την αποφασίζει, βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι το υφιστάμενο σύστημα εποπτείας των οίκων αξιολόγησης είναι πολύπλοκο και χρονοβόρο και προσδοκά ότι η εποπτεία από μία ευρωπαϊκή κεντρική Αρχή θα απλοποιήσει τις διαδικασίες καταγραφής και παρακολούθησης και θα βελτιώσει τη διαφάνεια των οίκων αξιολόγησης.