Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δήλωσε από το Λος Κάμπος του Μεξικού, όπου πραγματοποιείται η σύνοδος της Ομάδας G20, πως «είναι απαράδεκτο να είναι αναγκασμένες η Ιταλία και η Ισπανία να δανείζονται από τις αγορές με επιτόκια που φθάνουν το 7%».
«Είναι απαράδεκτο που χώρες οι οποίες καταβάλλουν τέτοιες προσπάθειες, όπως η Ιταλία, που ανατάσσουν τα δημόσια οικονομικά τους, έχουν επιτόκια 7%. Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία», τόνισε ο Ολάντ σε συνέντευξη Τύπου.
Ο ίδιος τόνισε πως «η μεγάλη υπόθεση της Ευρώπης είναι να τρέξει γρήγορα σε αυτήν την συνεχή κούρσα μεταξύ γεγονότων, κερδοσκοπίας και πολιτικών αποφάσεων. Οι πολιτικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται πιο γρήγορα», πρόσθεσε ο Γάλλος πρόεδρος.
Αναφερόμενος στην Ελλάδα–όπου αναμένεται ο σχηματισμός κυβέρνησης συμμαχίας έως αύριο–, ο Ολάντ είπε ότι «με την κυβέρνηση αυτή, που θα είναι στραμμένη προς την Ευρώπη, είναι που η ΕΕ θα πρέπει να συνεργαστεί, διότι είναι απαραίτητο να βαδίσουμε πιο γρήγορα», επέμεινε ο Ολάντ.
Ο Ολάντ ανέφερε εξάλλου πως το ΔΝΤ, του οποίου τα διαθέσιμα αποθεματικά αυξήθηκαν κατά την G20 κατά «456 δισ. δολάρια, ίσως και περισσότερα», κατά τον ίδιο, «δεν έγινε για να στηρίξει οικονομικά την ευρωζώνη. Αυτό μπορεί να γίνει για ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα. Όμως δεν είναι αυτή η αποστολή του», τόνισε ο Ολάντ.
Ο ίδιος εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η ανάπτυξη «δεν αποτελεί θέμα διαφωνίας» στην G20. «Από αυτήν την άποψη, ο στόχος επετεύχθη, διότι η κατάσταση το απαιτεί», τόνισε ο ίδιος, υπενθυμίζοντας ότι στο Λος Κάμπος είχε τεθεί ο στόχος «να βρεθεί το θέμα της ανάπτυξης στον πυρήνα των συνομιλιών».
Ο Ολάντ παρατήρησε πάντως πως ο φόρος επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, που είχε αποτελέσει ένα από τα κεντρικά θέματα της συνόδου της G20 στις Κάννες τον Νοέμβριο του 2011, και «υπήρχε έως σήμερα στις ανακοινώσεις της G20 δεν αναφέρεται πλέον».
Αυτό σημαίνει ότι «εάν θέλουμε να προχωρήσουμε σε αυτόν τον φόρο, δεν θα πρέπει να αναζητούμε ομοφωνία, αυτό είναι αδύνατον, ειδάλλως θα εκφράζουμε ευσεβείς πόθους. Πλέον εναπόκειται στην ευθύνη ορισμένων χωρών, οι οποίες είναι πεπεισμένες για τη χρησιμότητα του εργαλείου αυτού, για την αποδοτικότητά του, να το προωθήσουν, είτε εντός της Ευρώπης δια μίας ενισχυμένης συνεργασίας, είτε δια της εφαρμογής ενός κοινού εργαλείου με χώρες από περισσότερες ηπείρους», τόνισε.