«Η Ιταλία και η Ισπανία είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν ή για να διασωθούν», τονίζει σε άρθρο του στους Financial Times με τίτλο: «Η Ευρώπη αναλώνεται σε μία ατέρμονη συζήτηση για το τοίχος προστασίας», ο επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ρόμπερτ Ζέλικ.
Ο Ρόμπερτ Ζέλικ λίγο πριν αποχωρήσει από τη θέση του στην Παγκόσμια Τράπεζα αμφισβητεί ευθέως την πολιτική που ασκούν οι Ευρωπαίοι, καθώς όπως τονίζει «αφού έριξαν δισεκατομμύρια ευρώ σε πακέτα διάσωσης, συνεχίζουν να ασχολούνται με το τοίχος προστασίας».
Όπως επισημαίνει, δεν τους καλεί να σταματήσουν αυτή τη διαδικασία ενίσχυσης, αλλά να σταματήσουν να ενδιαφέρονται μόνο γι΄ αυτό, καθώς πλέον το θέμα της διάσωσης του ευρώ μεταφέρθηκε στην Ιταλία και την Ισπανία, οι οποίες «είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν ή για να διασωθούν».
Όπως υπογραμμίζει, ακόμα και τα ακραία μέτρα που έλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα δεν κατάφεραν να λύσουν τα προβλήματα των δύο χωρών.
Ο Ρόμπερτ Ζέλικ αναφέρει στο άρθρο του ότι η Γερμανία, υπό μία έννοια, έχει δίκιο, καθώς υπάρχει επιτακτική ανάγκη να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές, όμως, όπως τονίζει, σκοπός είναι να δοθεί στην Ιταλία και την Ισπανία η πολιτική στήριξη για να δεχτούν οι πολίτες αυτές τις αλλαγές, για να θεωρήσουν ότι οι θυσίες τους δεν πάνε χαμένες, ειδικά στην Ισπανία όπου η ανεργία διαμορφώνεται στο 23%.
Όπως λέει, οι Ευρωπαίοι αντί να τσακώνονται για το ύψος του τοίχους προστασίας, θα πρέπει να δώσουν κεφάλαια στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – ύψους για παράδειγμα 10 δισ. ευρώ – ώστε αντί να μειώσει το δανεισμό να τον αυξήσει και να γίνουν επενδύσεις.
Έτσι, τονίζει, «οι πολίτες δε θα θεωρήσουν ότι οι θυσίες τους πάνε χαμένες». Παράλληλα, καλεί τον Μπαρόζο να αποδεσμεύσει κεφάλαια που «κάθονται» ώστε να κατευθυνθούν στις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης για επενδύσεις.
Τα τείχη προστασίας έχουν λόγο ύπαρξης, τονίζει ο Ρόμπερτ Ζέλικ, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός και μάλιστα «η ατέρμονη συζήτηση αποπροσανατολίζει».
Καταλήγει τονίζοντας ότι ο συνδυασμός των διαρθρωτικών αλλαγών, της περικοπής δαπανών, αλλά και της αύξησης της ρευστότητας, των επενδύσεων και του ανοίγματος των αγορών θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.