Σε απόσταση περίπου 40 χιλιομέτρων από τις βόρειες ακτές της Ισλανδίας, το Γκρίμσεϊ, ένα μικροσκοπικό ανεμοδαρμένο κομμάτι γης φιλοξενεί έναν από τους πιο απομακρυσμένους οικισμούς της Ευρώπης και έναν ακμάζοντα πληθυσμό θαλασσοπουλιών.
Ένα νησί 6,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το Γκρίμσεϊ είναι το βορειότερο κατοικημένο σημείο της χώρας και το μοναδικό κομμάτι της Ισλανδίας που βρίσκεται εντός του Αρκτικού Κύκλου.
Μέχρι το 1931, ο μόνος τρόπος για να φτάσει κανείς στο Γκρίμσεϊ ήταν να επιβιβαστεί σε ένα μικρό σκάφος που παρέδιδε γράμματα δύο φορές το χρόνο στο νησί. Σήμερα, πτήσεις διάρκειας 20 λεπτών από την πόλη Akureyri και τρίωρα ταξίδια από θαλάσσης από το χωριό Dalvík μεταφέρουν τους λάτρεις της περιπέτειας σε αυτό το βραχώδες, απομακρυσμένο νησί -οι περισσότεροι από τους οποίους επιθυμούν να δουν έναν από τους πιο απομακρυσμένους οικισμούς της Ευρώπης και την απίστευτη ποικιλία θαλασσοπουλιών και άγριας ζωής.
Εκτός από τα αρκτικά γλαρόνια καμικάζι και τον ακμάζοντα πληθυσμό των φιδιών, οι μαυροπόδαροι κιτρινόκεροι, οι ραζόρμπιλς και οι γκιγιλόττες -μαζί με τα ελεύθερα άλογα και τα πρόβατα της Ισλανδίας- αποκαλούν, επίσης, αυτό το ειδυλλιακό νησί σπίτι τους. Υπολογίζεται ότι τα θαλασσοπούλια εδώ είναι περισσότερα από τους κατοίκους κατά περίπου 50.000 προς ένα.
«Δεν θα το πιστέψετε, αλλά είμαστε μόνο 20 από εμάς που ζούμε εδώ με πλήρη απασχόληση», εξηγεί η Halla Ingolfsdottir, τοπική ξεναγός και ιδιοκτήτρια του Artic Trip στο BBC.
Γεννημένη στο Ρέικιαβικ, η Ingolfsdottir μεγάλωσε στη νοτιοανατολική Ισλανδία και άρχισε να περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Γκρίμσεϊ αφού επισκέφθηκε την αδελφή της, η οποία μετακόμισε στο νησί χρόνια νωρίτερα αφού γνώρισε και παντρεύτηκε έναν ντόπιο ψαρά. Μετά από περισσότερα από 20 χρόνια που ζούσε μερικώς στο Γκρίμσεϊ, η Ingolfsdottir δήλωσε ότι αποφάσισε να γίνει κάτοικος πλήρους απασχόλησης το 2019 και έκτοτε δεν έχει κοιτάξει πίσω.
«Ο κόσμος νομίζει ότι μετακόμισα εδώ για τον έρωτα, αλλά ερωτεύτηκα το νησί», εξήγησε. «Υπάρχει μια μαγεία και ερωτεύτηκα τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι άνθρωποι εδώ, οι κάτοικοι του νησιού και η φύση. Η φύση είναι πολύ ισχυρή εδώ -είναι μια διαφορετική φυσική δύναμη το χειμώνα, και με το σκοτάδι έρχεται το Βόρειο Σέλας, τα αστέρια και οι καταιγίδες. Την άνοιξη έρχεται το φως και τα πουλιά -κάθε εποχή είναι ξεχωριστή», πρόσθεσε.
Ενώ η ηπειρωτική Ισλανδία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωθερμία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το Γκρίμσεϊ είναι τόσο απομακρυσμένο που είναι ουσιαστικά εκτός του εθνικού δικτύου ηλεκτροδότησης. Αντιθέτως, ολόκληρο το νησί λειτουργεί με μία μόνο ντιζελοκίνητη γεννήτρια.
Δεν υπάρχει νοσοκομείο, γιατρός ή αστυνομικό τμήμα στο Γκρίμσεϊ. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, η Ingolfsdottir λέει ότι η ακτοφυλακή και οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης έχουν εκπαιδεύσει τους κατοίκους του νησιού να αναλάβουν δράση.
Ο οικισμός του Γκρίμσεϊ
Μια μικρή συλλογή σπιτιών (πολλά από τα οποία λειτουργούν και ως ξενώνες για τους τουρίστες) βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού. Ο οικισμός, γνωστός ως Sandvík, περιλαμβάνει, επίσης, ένα σχολείο που λειτουργεί τώρα ως κοινοτικό κέντρο, καθώς και μια γκαλερί χειροτεχνίας και ένα καφέ που προσφέρει σπιτικά ισλανδικά προϊόντα, πλεκτά και άλλα μικροπράγματα.
Υπάρχει, επίσης, ένα μικρό παντοπωλείο που είναι ανοιχτό για περίπου μία ώρα κάθε μέρα, καθώς και ένα εστιατόριο με μπαρ, μια πισίνα, μια βιβλιοθήκη, μια εκκλησία και ο αεροδιάδρομος -ο οποίος είναι ταυτόχρονα και δημοφιλές σημείο προσγείωσης για τα πουλιά.
Όπως πολλές μικρές πόλεις και χωριά στην Ισλανδία, η ιστορία του Γκρίμσεϊ έχει τις ρίζες της στην τοπική παράδοση. Σύμφωνα με την ιστορία, το όνομα του νησιού συνδέεται με έναν Σκανδιναβό οικιστή ονόματι Grimur, ο οποίος πιστεύεται ότι ταξίδεψε από την περιοχή Sogn της Δυτικής Νορβηγίας.
Η πρώτη γνωστή αναφορά στο Γκρίμσεϊ χρονολογείται το 1024, όπως καταγράφεται στην Heimskringla, ένα αρχαίο ισλανδικό έπος στο οποίο ο βασιλιάς Ólafur της Νορβηγίας ζήτησε το Γκρίμσεϊ ως ένδειξη φιλίας. Οι τοπικοί ηγέτες αρνήθηκαν, θεωρώντας ότι το νησί ήταν πολύ πολύτιμο για να το εγκαταλείψουν, χάρη στην αφθονία ψαριών και πτηνών.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, ο πληθυσμός του Γκρίμσεϊ σχεδόν κατέρρευσε λόγω πνευμονίας και ατυχημάτων που σχετίζονταν με το ψάρεμα -ο συνδυασμός μικρών κωπηλατικών σκαφών, κακών καιρικών συνθηκών και η έλλειψη φυσικού λιμανιού καθιστούσαν την αποβίβαση εδώ επικίνδυνη.
Παρόλα αυτά, η κοινότητα άντεξε, χάρη στη σταθερή ροή ψαράδων από την ηπειρωτική χώρα και εκείνων που έφταναν για να κάνουν εμπόριο με τον κοντινό οικισμό του Húsavík, που βρίσκεται στη βόρεια ακτή της Ισλανδίας.