Εκτενές ρεπορτάζ για το ρόλο του Ταμείου σε σχέση με τις οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας δημοσιεύει η εφημερίδα «Washington Post» ενώ ακόμη δεν είναι σίγουρο πότε ακριβώς θα συνέλθει το διοικητικό συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για να αποφασίσει το χρηματικό ποσό με το οποίο θα συμμετάσχει στη νέα δανειακή συμφωνία με την Ελλάδα.
Με βάση είκοσι συνεντεύξεις αξιωματούχων, εντός και εκτός του Ταμείου, η «Washington Post» προβάλει πληροφορίες για το πώς το ΔΝΤ ανέκτησε τη δύναμή του στην κρίση χρέους της Ελλάδας. Μεταξύ άλλων, καταγράφεται το πλαίσιο της διετούς δράσης του Ταμείου στη χώρα μας και η μεταστροφή του έναντι της ελληνικής κρίσης χρέους, κυρίως μετά την ανάληψη της ηγεσίας του από την Κριστίν Λαγκάρντ, παραθέτοντας το χρονικό των γεγονότων που οδήγησαν στην παροχή του δεύτερου προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας και στο PSI.
Στο δημοσίευμα επισημαίνεται η «δυσαρέσκεια του ΔΝΤ», όπως εκδηλώθηκε το προηγούμενο φθινόπωρο, λόγω της αρνητικής τροπής της ελληνικής κρίσης χρέους, που απειλούσε να επεκταθεί σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο και τον κόσμο, αλλά και λόγω της αδυναμίας της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά. Επίσης, σημειώνεται ότι ρόλο στις αποφάσεις του ΔΝΤ διαδραμάτισε και η περίπτωση της Αργεντινής, όπου η αδυναμία υλοποίησης των δεσμεύσεών της είχε οδηγήσει το οικονομικό πρόγραμμα εξυγίανσης της χώρας σε αποτυχία.
Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι καθοριστικός ήταν ο ρόλος της νέας γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία «επανακαθόρισε το ρόλο» του ΔΝΤ, στο εσωτερικό του Ταμείου, ενώ «παρενέβη αποφασιστικά», κυρίως προς την Γερμανίδα καγκελάριο, Άγκελα Μέρκελ, για την αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής στάσης.
Στο δημοσίευμα σημειώνεται επίσης ότι, εκτός της κ. Λαγκάρντ, καθοριστικό ρόλο στην αναπροσαρμογή της στάσης του ΔΝΤ διαδραμάτισε και ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Ταμείου, Ντέιβιντ Λίπτον, ο οποίος έχοντας τις ίδιες απόψεις με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ, προσπάθησε να αποτρέψει την επέκταση της ελληνικής κρίσης στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο κ. Λίπτον, όπως υπογραμμίζεται, λόγω και του προηγουμένου της Νότιας Κορέας, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός έναντι του δανεισμού σε μεμονωμένες χώρες, όπως την Ελλάδα, ενώ η κ. Λαγκάρντ φοβούμενη την επιδείνωση της ελληνικής κρίσης, προέβη σε αποφασιστικές κινήσεις εντός και εκτός του Ταμείου για τον «επανακαθορισμό της στρατηγικής» έναντι της Ελλάδας.
Ακολούθως, υπογραμμίζεται ότι σε μια σειρά κρίσιμων συναντήσεών της στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τον περασμένο Οκτώβριο, η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ έθεσε τους όρους της για να συνεχισθεί η συνδρομή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όφειλαν λοιπόν, σημειώνεται χαρακτηριστικά, να διαθέσουν περισσότερα χρήματα για τη στήριξη της Ελλάδας και οι ιδιώτες επενδυτές θα έπρεπε να δεχθούν απώλειες, κάτι που αρνούταν έως τότε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ οι Έλληνες πολιτικοί θα έπρεπε να εφαρμόσουν άμεσα τις υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις, γιατί διαφορετικά η χώρα θα οδηγείτο σε χρεοκοπία.
Τέλος, διατυπώνεται η άποψη ότι η κ. Μέρκελ στήριξε την κ. Λαγκάρντ «προετοιμάζοντας την αναδιάρθρωση» του ελληνικού χρέους, ενώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες προέβησαν σε «εκτενείς ανακεφαλαιοποιήσεις» για να ανταπεξέλθουν στις απώλειες από τα ελληνικά ομόλογα. Παράλληλα σημειώνεται ότι, την ίδια περίοδο, παραιτήθηκε και ο Έλληνας πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, «καθώς είχε χάσει την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων του». Έκτοτε, επισημαίνεται, οι πιέσεις του ΔΝΤ προς την Ελλάδα εντάθηκαν, ταυτόχρονα με τις διαπραγματεύσεις για το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης, καθώς το Ταμείο ζητούσε την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων την πλήρη απελευθέρωση των «κλειστών επαγγελμάτων», όπως των δικηγόρων, των γιατρών και των ταξιτζήδων.