Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει διαφορετική άποψη από τη Γερμανία σχετικά με τη διαμόρφωση του νέου οικονομικού προγράμματος της Ελλάδας, αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας Wall Street Journal, επικαλούμενο σειρά πηγών.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, με τίτλο: «Η διαμάχη Γερμανίας- ΔΝΤ καθυστερεί τη συμφωνία για την Ελλάδα», οι δύο βασικοί δημόσιοι πιστωτές της Ελλάδας έχουν ριζικά διαφορετική προσέγγιση για το πώς θα μειωθεί το ελληνικό χρέος και αυτός είναι ένας βασικός λόγος που καθυστερεί η ανακοίνωση της συμφωνίας της Αθήνας με τους ιδιώτες πιστωτές για το κούρεμα των ομολόγων, η οποία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε λίγες ώρες.
Το ΔΝΤ, σημειώνει το δημοσίευμα, υποστηρίζει με δυνατή φωνή ότι η απομείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους των 200 δισ. ευρώ που έχουν οι ιδιώτες πιστωτές δεν επαρκεί για να μειωθεί το χρέος της Ελλάδας στο 120% του ΑΕΠ το 2020, όπως είναι ο επίσημος στόχος που έχει τεθεί.
Το Ταμείο θεωρεί ότι για να είναι αξιόπιστη η συμφωνία θα χρειασθούν θυσίες και από τους δημόσιους πιστωτές στην Ευρώπη- την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις χώρες της ευρωζώνης.
Αντίθετα, η Γερμανία εμμένει ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει άλλη συμμετοχή των δημόσιων πιστωτών (Official Sector Involvement ή OPI) και δεν θέλει να καλυφθεί το αυξανόμενο κενό στη χρηματοδότηση του νέου ελληνικού προγράμματος με πρόσθετα δάνεια από τις χώρες της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με την WSJ, η Γερμανία θέλει να γίνουν μεγαλύτερες περικοπές στον ελληνικό προϋπολογισμό, προκειμένου να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό, καθώς το κοινοβούλιό της αντιμετωπίζει με εκνευρισμό τα δάνεια προς την Ελλάδα.
Από την πλευρά του, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι περαιτέρω δρακόντιες περικοπές στον προϋπολογισμό της Ελλάδας δεν είναι εφικτές και το πιθανότερο είναι να οδηγήσουν το οικονομικό πρόγραμμα να αποκλίνει περαιτέρω από τους στόχους του. Το ΔΝΤ μετατοπίζει το επίκεντρο της προσέγγισής του από τη δημοσιονομική προσαρμογή προς τη διασφάλιση των διαρθρωτικών αλλαγών, όπως της μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας της Ελλάδας.
«Η Γερμανία αισθάνεται ότι είναι στριμωγμένη από το ΔΝΤ», δηλώνει ο Ματάμπα Ράμαν, ένας πρώην αξιωματούχος της ΕΕ που είναι τώρα αναλυτής στον Όμιλο Ευρασίας (Eurasia Group) στη Νέα Υόρκη.
«Το ΔΝΤ εμμένει στη συμμετοχή του δημόσιου τομέα (OPI), σε ένα μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο σήμερα (σ.σ.: 130 δισ. ευρώ) ποσό χρηματοδότησης για το νέο πρόγραμμα και στη χαλάρωση των στόχων για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ελλάδας.
Η Γερμανία, ωστόσο, έχει την αντίθετη άποψη: κανένα OPI, συντηρητικά ποσά για το νέο πρόγραμμα και αυστηροί στόχοι για τη μείωση του ελλείμματος», προσθέτει ο κ. Ράμαν.
“Αυτό είναι το πλαίσιο, λένε αναλυτές, που έγινε η πρόταση από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών την περασμένη εβδομάδα για τον μελλοντικό μερικό έλεγχο του ελληνικού προϋπολογισμού από τις Βρυξέλλες, η οποία προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της Αθήνας και βρήκε μικρή υποστήριξη στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα”, αναφέρει η εφημερίδα.
Σύμφωνα με αξιωματούχους της Ευρωζώνης, συνεχίζει το δημοσίευμα, η συμμετοχή του δημόσιου τομέα εξετάζεται τώρα ενεργά. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να γίνει αυτή και το ΔΝΤ έχει δηλώσει ότι δεν έχει κάποια προτίμηση.
Η πιο εύλογη- αλλά και αμφιλεγόμενη- επιλογή είναι να κάνει παραχωρήσεις η ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα αξίας 40 δισ. ευρώ που έχει στο χαρτοφυλάκιό της. Αυτή η επιλογή έχει προσκρούσει στην άρνηση της ΕΚΤ να συμμετάσχει στο PSI, ενώ και πολλές χώρες τη θεωρούν δύσκολη, επειδή θα προκαλούσε αντικίνητρο για νέες αγορές από την ΕΚΤ ομολόγων χωρών, όπως της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Ωστόσο, η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμβάλει απλά με την παραίτησή της από τα κέρδη που θα είχε από τα ελληνικά ομόλογα και όχι αποδεχόμενη ζημιές. Δεδομένου ότι έχει αγοράσει τα ελληνικά ομόλογα σε τιμή 70% έως 75% της ονομαστικής αξίας τους, μία τέτοια συμβολή από την ΕΚΤ θα οδηγούσε σε μείωση κατά επιπλέον 10 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους.
Μία άλλη επιλογή που συζητείται είναι να συμμετάσχουν στο PSI και τα ομόλογα αξίας 12 δισ. ευρώ που έχουν εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, κάτι που θα οδηγούσε σε περαιτέρω μείωση του χρέους κατά 6 δισ. ευρώ.
Μία τρίτη επιλογή που συζητείται, δήλωσε αξιωματούχος της Ευρωζώνης, είναι να μειωθεί το επιτόκιο των δανείων που έχουν δώσει στην Ελλάδα οι χώρες της Ευρωζώνης. Μέχρι τώρα έχουν δώσει δάνεια ύψους 52,9 δισ. ευρώ και η Ελλάδα έχει λαμβάνειν επιπλέον 27,1 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα του Μαΐου του 2010. Μία μείωση του επιτοκίου κατά μία ποσοστιαία μονάδα, θα οδηγούσε σε εξοικονόμηση αρκετών δισ. ευρώ έως το 2020.