«Η επιδίωξη της εξυγίανσης με τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη είναι μια από τις βασικές προτεραιότητες στις οποίες πρέπει να εστιάζονται οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και οι εθνικές προσπάθειες, ενώ στο σκέλος των εσόδων, το φορολογικό βάρος θα πρέπει να μετατοπιστεί από τους εργαζομένους προς εναλλακτικές φορολογικές βάσεις».

Αυτό υπογράμμισε ο Όλι Ρεν,  Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων σε ερώτηση του Ευρωβουλευτή Κ. Πουπάκη αναφορικά με τη δημοσιονομική αναποτελεσματικότητα, την επιδείνωση της ύφεσης και κυρίως τους κοινωνικούς κινδύνους που εγκυμονούν οι οριζόντιες πολιτικές ακραίας λιτότητας.

Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας φαίνεται ότι μέσα στο επόμενο εξάμηνο οι συνέπειες της παρατεταμένης ύφεσης θα ενταθούν και σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις πολιτικές ηγεσίες δημιουργούνται αυξημένες πιθανότητες κοινωνικών αναταραχών στις αναπτυγμένες οικονομίες.

Σε αυτή την κατεύθυνση, δεδομένης και της αξιολόγησης των εθνικών οικονομικών πολιτικών στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης, ο έλληνας ευρωβουλευτής κάλεσε την Επιτροπή να τοποθετηθεί αναφορικά με τις κατευθύνσεις που δίδονται στα κράτη μέλη προκειμένου να μην υπονομεύονται η κοινωνική επάρκεια και συνοχή, καθώς και για το κατά πόσο η αμιγής λιτότητα μπορεί να αποτελέσει λύση για την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής και τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και σταθερότητας.

Ο ευρωπαίος επίτροπος στην απάντησή του επεσήμανε ότι, μεταξύ άλλων, τα κράτη μέλη καλούνται να εστιάσουν στην αποκατάσταση των κανονικών συνθηκών δανειοδότησης στην οικονομία, να προωθήσουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, να εκσυγχρονίσουν τις δημόσιες διοικήσεις, να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης και την ανεργία με την ανάληψη δράσεων για την υποστήριξη και την αύξηση της απασχόλησης – ιδίως για τους νέους, και για την προστασία των ευάλωτων μελών της κοινωνίας.

Παράλληλα, ο κ.Ρεν σημείωσε ότι οι συστάσεις του Συμβουλίου για τα μεμονωμένα κράτη μέλη καλύπτουν ζητήματα, όπως η μείωση της επιβάρυνσης από άποψη φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζόμενους με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, η λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της φτώχειας και την προώθηση της κοινωνικής ένταξης και η βελτίωση των ενεργών πολιτικών στην αγορά εργασίας.