Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ζαν-Κλοντ Τρισέ για μια ακόμη φορά απέδωσε την εκδήλωση της κρίσης του χρέους στην αδυναμία διακυβέρνησης της ευρωζώνης, κατά την τελευταία ακρόασή του σήμερα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
«Όλες οι προηγμένες οικονομίες τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού. Ας μην εκπλησσόμεθα που, στη ζώνη του ευρώ, αυτό επικεντρώθηκε στις κυβερνήσεις μας», δήλωσε ο Τρισέ, του οποίου η οκταετής θητεία λήγει την 31η Οκτωβρίου, και πρόσθεσε: «Έχουμε ένα μεγάλο, μεγάλο πρόβλημα διακυβέρνησης».
Ο υπεύθυνος της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής είχε καλέσει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια τους ευρωπαίους πολιτικούς να βελτιώσουν αυτήν την διακυβέρνηση, ιδίως για την παρακολούθηση των δημοσιονομικών διολισθήσεων.
Σήμερα, ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων στις Βρυξέλλες, υπενθύμισε την πρόταση που έκανε τον Ιούνιο για τη βελτίωση των δομών της νομισματικής ένωσης και τη δημιουργία κυρίως ενός υπουργείου Οικονομικών της ευρωζώνης, το οποίο θα παρακολουθούσε τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών.
Ερωτηθείς για τις σχέσεις της ΕΚΤ με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, παραδέχθηκε ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είχε στείλει μηνύματα στο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης, αλλά αρνήθηκε την οποιαδήποτε πίεση.
«Υπήρξε μια συνεχής διαδικασία μηνυμάτων με όλες τις κυβερνήσεις. Δεν τους υπαγορεύαμε τίποτα, δεν είναι αυτός ο ρόλος μας», δήλωσε, αν και ιταλικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν ότι το σχέδιο λιτότητας που υιοθετήθηκε από τη Ρώμη είχε σε μεγάλο βαθμό υπαγορευτεί από την ΕΚΤ.
Ο κ. Τρισέ αναφέρθηκε επίσης στις επικρίσεις σε βάρος της ΕΚΤ για τα μέτρα που υιοθέτησε από το ξέσπασμα της κρίσης του χρέους και ιδίως για το πρόγραμμά της επαναγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, με στόχο τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού από τις χώρες που έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα και κινδυνεύουν από ασφυξία.
«Μερικές φωνές λένε ότι δεν έχουμε προχωρήσει αρκετά, άλλες ότι έχουμε προχωρήσει πολύ. Προσπαθήσαμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί», σημείωσε. «Το να αρνηθούμε την πραγματικότητα της πιο σοβαρής κρίσης που βιώνουμε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θα ήταν ένα τρομερό λάθος», τόνισε.
«Έχουμε ένα ισοζύγιο υψηλότερο κατά 77% απ’ ότι πριν από την οικονομική κρίση, είπε, υπογραμμίζοντας ότι εκείνο της Fed αυξήθηκε κατά την ίδια εποχή κατά 226%».
Απέκλεισε πάντως ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμβάλει στην αναχρηματοδότηση των ταμείων αρωγής-η ιδέα που είχε προταθεί ήταν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), του οποίου η ικανότητα δανεισμού ανέρχεται σε 440 δισ. ευρώ, να αναχρηματοδοτηθεί από αυτήν για την αύξηση «της δύναμης πυρός του».
Τέλος, επειδή έχει κατηγορηθεί ότι είναι πιο αυστηρός με τα κράτη απ’ ό,τι με τις τράπεζες, ο κ. Τρισέ υπογράμμισε αντίθετα ότι αυτές «θα πρέπει να αλλάξουν τους κανόνες λειτουργίας τους».
«Δεν τίθεται θέμα να επιστρέψουμε στα συνήθη (business as usual). Χρειαζόμαστε δραστικές αλλαγές. Δεν είμαστε ικανοποιημένοι από αυτές, θα συνεχίσουμε να τους ζητούμε να ενισχύσουν τα ίδια κεφάλαιά τους, να μην δεσμεύσουμε πακέτα οικονομικής ενίσχυσης. Αυτό είναι ένα έργο σε εξέλιξη», σημείωσε.