Η γερμανική εταιρεία Bayer αύξησε την προσφορά της για την εξαγορά της Monsanto και τη δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου πρωταθλητή στους σπόρους και τα παρασιτοκτόνα, δηλώνοντας ότι το υψηλότερο τίμημα εξαρτάται από την επίτευξη μίας «συμφωνημένης συναλλαγής», αναφέρει δημοσίευμα της Wall Street Journal.
Η Bayer, η οποία συζητά από τα μέσα Μαΐου με τη Monsanto για την επίτευξη μίας συμφωνίας, αύξησε το τίμημα από τα 125 στα 127,5 δολάρια για κάθε μετοχή του αμερικανικού βιοτεχνολογικού κολοσσού στους σπόρους. Η νέα προσφορά αποτιμά την αξία της Monsanto σε πάνω από 65 δισ. δολάρια.
Η Monsanto επιβεβαίωσε τη βελτιωμένη προσφορά και χαρακτήρισε «εποικοδομητικές» τις συζητήσεις με τη Bayer. «Η Monsanto συνεχίζει τις συζητήσεις, καθώς αξιολογεί την πρόταση αυτή, καθώς και προτάσεις από άλλα μέρη και άλλες εναλλακτικές στρατηγικές, για να επιτρέψει στο Συμβούλιο των Διευθυντών της να αποφασίσει, αν μπορεί να υλοποιηθεί μία συμφωνία προς το συμφέρον των μετόχων της», δήλωσαν αξιωματούχοι της εταιρείας.
Κορυφαία στελέχη του γερμανικού φαρμακευτικού κολοσσού έχουν δηλώσει ότι με την απόκτηση της Monsanto, που είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής σπόρων και γονιδίων στον κόσμο, θα δημιουργηθεί μία παγκόσμια εταιρεία με ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο παρασιτοκτόνων, που θα είναι σε θέση να βοηθά τους αγρότες να παράγουν τρόφιμα για έναν αυξανόμενο και πιο εύπορο παγκόσμιο πληθυσμό.
Ο Βέρνερ Μπάουμαν, που ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της Bayer λίγες εβδομάδες πριν την ανακοίνωση της πρότασης εξαγοράς της Monsanto, επιδιώκει τη συμφωνία, καθώς οι ανταγωνίστριες εταιρείες προχωρούν στις δικές τους συγχωνεύσεις σε μία παγκόσμια αγορά σπόρων και παρασιτοκτόνων με τζίρο 100 δις δολάρια. Ωστόσο, ο Μπάουμαν αντιμετώπισε «επίθεση» από ορισμένους μετόχους της Bayer, που ανησυχούν για τη μετατόπιση του επίκεντρου της εταιρείας μακριά από το φαρμακευτικό τμήμα της.
Η Monsanto έχει δηλώσει ότι κατανοεί τα πλεονεκτήματα της συνένωσης της δύναμής της στους σπόρους με την ισχύ της Bayer στα παρασιτοκτόνα, αλλά το συμβούλιο της απέρριψε ομόφωνα τον Ιούλιο την προηγούμενη προσφορά των 125 δολαρίων ανά μετοχή ως πολύ χαμηλή και «ανεπαρκή για τη διασφάλιση τη βεβαιότητα της συμφωνίας». Αναλυτές είχαν δηλώσει ότι μία τιμή μεταξύ των 135 και των 140 δολαρίων ανά μετοχή πιθανόν να είναι πιο ρεαλιστική.